Σε συνάντησα πάλι χθες κι από τότε, έχω συνέχεια τη μορφή σου μπροστά μου. Κανονικά θα έπρεπε να είμαι έξαλλη με την τύχη και τη μοίρα μου, καθώς αυτή συνεχίζει ακάθεκτη, να διασταυρώνει τους δρόμους μας και να σε φέρνει μπροστά μου. Είναι πολύ μικρός ο κόσμος βλέπεις, τόσος δα και δεν μπορώ να γλυτώσω απ’ την παρουσία σου, ακόμα κι αν το θέλω.

Βέβαια, δεν το θέλω, με βλέπεις να παριστάνω τη θιγμένη, τη νευριασμένη, αλλά τίποτα απ’ όλα αυτά δεν ισχύει. Ήθελα να σε δω, μου είχες λείψει. Είναι βίαιο να παίρνεις αποφάσεις για τις ζωές μας, χωρίς να ρωτήσεις. Εσύ αποφάσισες να με βγάλεις απ’ τη δική σου κι εγώ αναγκάστηκα να αποδεχτώ την απουσία σου.

Η μόνη μου παρηγοριά πλέον, το μόνο που μου έχεις αφήσει είναι οι αναμνήσεις μας κι αυτές οι τυχαίες συναντήσεις, οι ξαφνικές, τις οποίες προσδοκώ και για τις οποίες προσεύχομαι. Καταφέρνεις, όμως κι αυτό να μου το χαλάς. Όλη εκείνη τη χαρά που νιώθω, όταν σε βλέπω, καταφέρνετε να τη γειώνετε πολύ εύκολα, εσύ και το μπλαζέ ύφος σου.

Χθες λοιπόν, συναντηθήκαμε ξανά, για μένα που ακόμα δεν έχω προχωρήσει, η συνάντηση αυτή ήταν ζωτικής σημασίας. Ο αιφνιδιασμός κι η χαρά που ένιωσα, βλέποντας σε, με έκαναν να θυμηθώ όλα όσα επιθυμούσα με τον καιρό να ξεχάσω. Ένα πλατύ χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό μου και τα μάτια μου σε κοιτούσαν διψασμένα, προσπαθώντας να ξεδιψάσουν απ’ την εικόνα σου.

Αντίθετα, ο δικός σου αιφνιδιασμός δεν έδειχνε να λαχταρούσε ή να προσδοκούσε κάτι. Έπειτα απ’ το ξαφνιασμένο σου βλέμμα, που κράτησε κάποια δευτερόλεπτα, η βραδιά κύλησε άκρως φυσιολογικά για σένα. Σε παρακολουθούσα να γελάς σαν να σου έλεγαν δέκα αστεία μαζεμένα, έδειχνες ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του πλανήτη. Διασκέδαζες, χόρευες, έπινες. Ήταν όλα πάνω σου φυσιολογικά σαν να μη σε επηρέασε τίποτα, σαν να ήταν η πιο φυσιολογική μέρα της ζωή σου.

Εγώ όμως, δυστυχώς, δεν είμαι ανώτερος άνθρωπος για να χαίρομαι με τη χαρά σου ή να αισθάνομαι ανακούφιση, εφόσον η ιστορία μας δε σε λάβωσε, δε σε πείραξε, δε σε ένοιαξε. Εγώ ξέρεις, είμαι άνθρωπος, αυτό σημαίνει ότι τα συναισθήματά μου δεν αλλάζουν απ’ τη μία μέρα στην άλλη και πως ο εγωισμός μου υπάρχει, μεγαλώνει και πληγώνεται.

Δε θέλω να σε βλέπω ευτυχισμένο. Δεν αντέχω στη σκέψη ότι προχώρησες τη ζωή σου, ότι με ξέχασες. Πληγώνομαι, όταν αγκαλιάζεις κάποια άλλη, όταν στις φωτογραφίες σου φαίνονται να χαμογελούν και τα μάτια σου εκτός απ’ τα χείλη σου.

Μόνο το γεγονός, πως βαδίζουμε σε χωριστούς δρόμους είναι αρκετό για να με πληγώσει κι ό,τι άλλο φωτίζει το δικό σου δρόμο είναι ένα πρόσθετο φορτίο, το οποίο δεν επιθυμώ. Θέλω να μην περνάς καλά κι όχι γιατί είμαι κακός άνθρωπος. Μην τολμήσεις να πιστέψεις πως είναι κακία, θεώρησέ το καλύτερα ανασφάλεια. Γιατί, αγάπη μου, αν περνάς καλά, αν νιώθεις ασφαλής εκεί που βρίσκεσαι, τότε δε θα έχεις καμία δικαιολογία να επιστρέψεις σε μένα.

ΥΓ. Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι για τους οποίους, όσος καιρός κι αν περάσει, οι ευχές μας δε θα έχουν θετικό πρόσημο. Αυτό συμβαίνει είτε γιατί μας πλήγωσαν πολύ είτε γιατί θέλουμε όσα καλά τους συμβούν να πηγάζουν μόνο από εμάς.

Συντάκτης: Ματίνα Στυλίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη