Θυμάμαι που από τον καβγά μας και μετά, όλοι με αντιμετώπιζαν σαν ωρολογιακή βόμβα που από λεπτό σε λεπτό θα εκραγεί. Πρόσεχαν τι έλεγαν, δεν ανέφεραν ποτέ το όνομά σου, δε με ρωτούσαν καν τι έγινε μεταξύ μας και ήταν απολύτως σίγουροι ότι από στιγμή σε στιγμή θα καταρρεύσω και θα πατήσω τα κλάματα ξαπλωμένη σε εμβρυακή στάση στο πάτωμα.

Δε στεναχωριέμαι καθόλου όμως. Δε μου λείπεις καν. Και ξέρεις γιατί; Δεν έχω τίποτα να νοσταλγώ, δεν υπάρχει τίποτα από σένα που να θέλω πίσω. Δεν μπορώ να θυμηθώ μια στιγμή που να σε χρειάστηκα και να ήσουν εδώ. Δεν μπορώ να θυμηθώ πότε είχα ανάγκη κάτι από σένα και με βοήθησες.

Ξαφνικά όλα γίνονται ξεκάθαρα και συνειδητοποιώ ότι δεν ήσουν και ποτέ παρών. Δε βρισκόσουν ποτέ ουσιαστικά μέσα στη ζωή μου. Ή μάλλον, για να είμαι περισσότερο δίκαιη, υπήρχες στη ζωή μου όσο υπήρχε και ο κύριος Τάκης ο περιπτεράς, που τον συναντώ κάθε πρωί και του λέω καλημέρα. Ήσουν μια διαρκής απουσία και πόσο να σου λείψει κάποιος που είναι μονίμως απών;

Εξ ορισμού, δε γίνεται να σου λείπει κάτι που δεν είχες ποτέ. Η παρουσία σου στη ζωή μου περιοριζόταν σε μερικά τηλεφωνήματα, κανα δυο καφέδες, μερικά φιλιά και κάτι ιδρωμένα βράδια. Αυτό δεν είναι παρουσία, χρυσέ μου.

Ξέρεις τι είναι παρουσία; Παρουσία ήταν που δεν είχες ιδέα τι να κάνεις στη ζωή σου κι έκατσα να το συζητήσουμε για τέσσερις ώρες. Παρουσία ήταν που δεν είχες πού να μείνεις, γιατί σκοτώθηκες με τους δικούς σου και κοιμόσουν σπίτι μου μια βδομάδα. Παρουσία ήταν που στα γενέθλιά σου, έφερα τον κόσμο ανάποδα για να σου οργανώσουμε μια έκπληξη.

Μονάχα έπαιρνες. Αυτά που σου ‘δινα οικειοθελώς κι αυτά που άρπαζες χωρίς να με ρωτάς. Παρτάκιας απ’ τους λίγους, νάρκισσος, με ενδιαφέρον μόνο για τον εαυτό σου. Και να η θυματοποίηση του εαυτού σου και να το θράσος και η απαίτηση για περισσότερα από μένα. Να μας τα δώσουν όλα, χωρίς να παραχωρήσουμε τίποτα. Και όσο δεν έδινες, τόσο τόνιζες πόσο λίγα δίνω εγώ και πόσα ακόμη χρειάζεσαι, ο καημενούλης.

Εσύ νόμιζες πως αρκεί να φανείς κάπου για να θεωρηθείς παρών. Δεν είναι έτσι οι σχέσεις, καρδιά μου. Θέλει κόπο, θέλει προσπάθεια, θέλει ενδιαφέρον για να είσαι σημαντικός για τον άλλον. Δεν παίρνεις ένα τηλέφωνο και ξεμπέρδεψες.

Τρομάζω με τον εαυτό μου που ξαφνικά είμαι τόσο αδιάφορη. Που περνάνε μέρες και μήνες χωρίς να σε σκεφτώ, χωρίς ν’ αναρωτηθώ τι κάνεις και χωρίς να με νοιάζει. Σ’ ευχαριστώ μόνο που μ’ έκανες προσωρινά αναίσθητη,  που μ’ έκανες κάπως πιο σκληρή και που τώρα ξεχωρίζω τους απόντες πολύ πιο εύκολα.

Κάνουν λάθος όσοι λένε πως δεν μπορείς να επιβληθείς των συναισθημάτων σου. Επιτρέπω να μου λείπουν μόνο άνθρωποι που υπήρξαν στη ζωή μου. Κι εσύ δεν υπήρξες ποτέ.

Δε σε χρειάζομαι τελικά κι ας νόμιζα πως σε έχω ανάγκη. Απορώ τι σκεφτόμουν τις πρώτες μέρες που γίναμε σκατά και νόμιζα πως στενοχωριέμαι. Δεν μπόρεσες να με κάνεις εξαρτημένη από σένα, γιατί πολύ απλά δε μου έδωσες ποτέ κάτι που δεν είχα. Ο εθισμένος χρειάζεται τη δόση του, γιατί του προσφέρει μια ιδιαίτερη ηδονή, του επιτρέπει να ξεφύγει απ΄ την πραγματικότητα. Απόντες και περαστικούς είχα κιόλας αρκετούς στη ζωή μου. Ξέρεις τι δεν είχα; Έναν ακόμη άνθρωπο που να θεωρώ πως είναι δικός μου. Όσους και να ‘χεις, ένας ακόμα είναι πάντα ευτυχία.

Όπως και να ‘χει, καλή καρδιά. Τουλάχιστον μου ‘μαθες να καθαρίζω τη σαβούρα απ’ τη ζωή μου κι αυτό είναι μεγάλο μάθημα.

Συντάκτης: Σοφία Καλπαζίδου