Τον πούλησες τον εαυτό σου και σε τιμή ευκαιρίας. Τον έπεισες ότι τα όνειρα που είχε τότε, στα αυθάδικα εικοσικάτι του, ήταν επιπολαιότητες της ηλικίας. Τον φίμωσες για ν’ αρέσει στους άλλους, να μην προκαλεί προβλήματα μωρέ, να βάλει λίγο νερό στο κρασί του. Ξεπούλησες τις πραγματικές σου επιθυμίες για λίγη ακόμα κοινωνική αποδοχή. Δεν είσαι όμως αυτό που με τόσο κόπο έφτιαξες.

Είσαι οι λέξεις που ποτέ δεν είπες, οι ευκαιρίες που ποτέ δεν άρπαξες, τα όνειρα που δεν κυνήγησες. Είσαι όλες εκείνες οι τολμηρές σκέψεις που κάνεις τα βράδια πριν κοιμηθείς και το πρωί τις αναιρείς, κατηγορώντας γι’ αυτές τη σχεδόν παιδική σου αφέλεια.

Είσαι όλα αυτά που σου βγαίνουν ενστικτωδώς να κάνεις και κάθε φορά τα καταπιέζεις για χάρη μιας δήθεν ανωτερότητας, μιας ανωτερότητας που φέρνει περισσότερο σε δειλία. Ή τουλάχιστον της μοιάζει εκπληκτικά. Μιας ανωτερότητας που ό,τι σου δίνει σε κύρος και σε σκαλιά αξιοπρέπειας στα μάτια των άλλων, στο στερεί σε αυθορμητισμό και ψυχική γαλήνη.

Είσαι εκείνες οι εκπλήξεις που σχεδίαζες και δεν έκανες γιατί φοβήθηκες πως όλα θα στραβώσουν, εκείνα τα γράμματα που καταχωνιάστηκαν στο τρίτο σου συρτάρι αντί να βρίσκονται στα χέρια κάποιου άλλου, είσαι οι μονόλογοι μπροστά στον καθρέφτη σου που προορίζονται για άλλα αυτιά και τελικά τους ακούνε μόνο τα δικά σου.

Είσαι τα «σ’ αγαπώ» που δεν είπες γιατί «δεν πρέπει» και «δε γίνεται» -αυτά ήταν και τα πιο ειλικρινή. Τα «σ’ αγαπώ» που δεν ξεστόμισες γιατί εσύ είσαι υπεύθυνος κι ενήλικος και σοβαροφανής και ηλίθιος και τις άφησες τις καταστάσεις να σε νικήσουν, με το σκεπτικό πως έχεις μεγαλώσει πια για ρομάντζα. Με το σκεπτικό πως πρέπει πια να σκέφτεσαι ρεαλιστικά, να βάλεις τετράγωνες παραμέτρους στη ζωή σου, να βουλώσεις το μέσα σου γιατί η καθημερινότητα δε βολεύει μ’ αυτό που ουρλιάζουν τα σωθικά σου.

Είσαι οι μεσοβέζικες καταστάσεις που επέλεξες κι εκείνο το κρασί σου που τελικά το νέρωσες, γιατί τι να κάνουμε, έτσι είναι η ζωή. Έτσι σου είπαν πως είναι η ζωή κι εσύ το δέχθηκες, a priori και αμαχητί. Σχεδόν παραιτήθηκες απ΄τη διεκδίκηση μιας πραγματικότητας περισσότερο στα μέτρα σου, περισσότερο δικής σου, μιας πραγματικότητας με λιγότερα φίμωτρα.

Είσαι όλα αυτά που δεν τόλμησες ποτέ από φόβο μήπως τα κάνεις λάθος, μήπως δεν είναι έτσι, μήπως δεν ανταπεξέλθεις στις προσδοκίες των άλλων. Η επαγγελματική πρόταση που δεν έκανες, οι κατατακτήριες που δεν έδωσες, η δουλειά που δεν κυνήγησες, ο καλλιτεχνικός τομέας που δεν ακολούθησες. Μήπως σου την πουν γιατί εσύ θέλεις κάτι διαφορετικό, βλέπεις κάτι διαφορετικό, είσαι κάτι διαφορετικό. Γιατί ο κόσμος αυτός που δημιούργησαν δε σου κάνει και θέλουν να σου περάσουν ότι δεν του κάνεις εσύ. Κι ακολούθησες τη λογική των υπολοίπων επιλέγοντας τους δικούς τους κανόνες και αγνοώντας το δικό σου ένστικτο που φωνάζει άλλα.

Ό,τι τελικά πράττεις οφείλεται κατά ένα μέρος στη δική σου θέληση και κατά ένα άλλο μέρος στις απαιτήσεις των άλλων, τις απόψεις των άλλων, την πολύτιμη αποδοχή των άλλων. Και συνήθως το δεύτερο μέρος είναι απογοητευτικά μεγαλύτερο του πρώτου.

Μόνο αυτά που ποτέ δεν έκανες, αλλά κάποτε λαχτάρησες έστω και κρυφά είναι καθαρή, ατόφια, δική σου επιθυμία. Όσα σκέφτηκες και ποτέ δεν τόλμησες είναι μόνο ψυχή. Εκείνες οι πολύ προσωπικές σκέψεις που ποτέ δε συγκεκριμενοποιήθηκαν με λόγια και ποτέ δεν περιορίστηκαν σ’ αυτά είναι η ψυχή σου, απαλλαγμένη από κοινωνικές συμπεριφορές, κανόνες και απαγορευτικά. Εσύ σε απόλυτη, ολοκληρωτική και λυτρωτική ελευθερία.

Συντάκτης: Σοφία Καλπαζίδου