Είχα δώσει πριν χρόνια μία υπόσχεση στον εαυτό μου· να μη μετανιώσω ποτέ και για τίποτα. Και την τήρησα πολλές φορές, σε πολλές αστοχίες κι άλλα τόσα λάθη, σε κάθε κακή επιλογή που έκανα και για κάθε λάθος άνθρωπο που έμπλεκα. Το γούσταρα τη στιγμή που το έκανα κι αυτό είναι όλο.

Είχα δώσει κι ακόμη μία υπόσχεση, μάλλον αυτή είχε δοθεί σε εμένα καθώς ποτέ δεν κατάφερνα να την ελέγξω. Να μιλάω· πάντα, σε οποιονδήποτε και για οτιδήποτε. Να μην κρατάω τίποτα μέσα μου, να μη σωπαίνω, να μη δικαιολογώ. Γιατί κάθε φορά που κάποιος φέρεται σκάρτα κι εσύ σκύβεις το κεφάλι και δε μιλάς, δίνεις ένα χαστούκι στον εαυτό σου και το δικαίωμα στον άλλον να σου δώσει άλλα πέντε.

Με ‘σένα με πρόδωσα διπλά. Γιατί δε μίλησα όταν έπρεπε και γιατί κατά συνέπεια έχω κάτι να μετανιώνω. Κι ίσως κι αυτός να είναι κι ο λόγος που ακόμα σε κουβαλάω μέσα μου, που δεν ξεθώριασες κι ούτε φαντάζει κι άμεσα εφικτό το να σβήσεις μαγικά απ’ τη μνήμη μου. Εμείς οι δύο βλέπεις έχουμε αφήσει ανοιχτούς λογαριασμούς κι αν δεν κλείσουν, δεν τελειώνει το κεφάλαιο.

Οι άνθρωποι στον έρωτα γινόμαστε χαζοί, πραγματικά ανόητοι, τυφλοί, κουφοί, τα πάντα εκτός λειτουργίας. Κοιτάμε ως εκεί που μας βολεύει και βλέπουμε μόνο αυτό που θέλουμε. Άλλωστε ένα μεθύσι είναι ο έρωτας με hangover δυνατό, που όταν πια συνέλθεις αναρωτιέσαι τι μαλακίες έχεις κάνει.

Και ποια είμαι εγώ που θα ξεφύγω απ’ τον κανόνα; Κατέβαζα μπουκάλια καψούρας και πάθους και με θολή κρίση και ματιά, εξιδανίκευα ό,τι είχα απέναντί μου, το αντικείμενο του πόθου μου, δηλαδή εσένα.

Μέχρι που άρχισα να ξεσουρώνω κι η εικόνα να καθαρίζει, μόνο που ο εγωισμός μου κι η περηφάνια μου ήταν τόσα που δε μου επέτρεπαν να παραδεχτώ πως είχα πέσει έξω, πως η κρίση μου δεν ήταν αντικειμενική και πως εσύ δεν ήσουν το τέλειο πλάσμα που είχα δημιουργήσει.

Έτρεχα πίσω από κάθε λάθος σου να το διορθώσω, πίσω από καθετί που έριχνες, να το προλάβω πριν πέσει και σπάσει κι όταν ακόμα έπεφτε να το κολλήσω και να προσποιηθώ πως δεν έσπασε ποτέ. Ήμουν εκεί για ‘σένα πριν από ‘σένα, ήμουν εκεί για εμάς χωρίς εμάς.

Δεν ξέσπασα, δεν έβρισα, δε φώναξα. Τα κατάπινα υστερικά όλα, μη χαλάσω την εικόνα του ιδανικού, την εικόνα ενός έρωτα που δεν ήμουν διατεθειμένη να θυσιάσω κι ας μην υπήρξε στην πραγματικότητα ποτέ. Ήμουν εκεί να τον γυαλίζω, να τον ισιώνω και τον καμαρώνω απ’ το κάδρο του κάθε μέρα. Κι έφτασα μετά να έχω χορτάσει στο ίδιο μου το ψέμα και να μην μπορώ να το φτύσω πια, να μου είναι αδύνατο να σε απομυθοποιήσω.

Σε έβαλα σε ένα θρόνο γυάλινο που ράγιζε διαρκώς κι όταν κατάλαβα πια πως δε θα σε κράταγε άλλο, αποφάσισα να φύγω. Ήσυχα, ήρεμα, με βήματα απαλά, μη σπάσει απ’ το θόρυβο κι ακούσω το μπαμ. Όχι για ‘ σένα, γι’ εμένα.

Πήρα την ανωτερότητά μου –πόσο τη μισώ που δε μου επέτρεψε να σου πω όσα ένιωσα, να σου πετάξω στη μούρη ένα-ένα τα λάθη σου, να σε φτύσω με την ίδια την αναξιοπρέπειά σου και τον γιαλαντζί έρωτά σου– κι έφυγα. Κι όσα δε σου είπα μείνανε εδώ να με στοιχειώνουν.

Κι έμεινε μέσα ο θυμός να μου θυμίζει πως δεν τελείωσα μαζί σου, να μη με αφήνει να σε ξεπεράσω. Τα συναισθήματα βλέπεις είναι κύκλος, ο θυμός κάποια στιγμή θα κοπάσει, θα γίνει πόνος, κι ύστερα θλίψη κι ύστερα λησμονιά και τέλος πάλι έρωτας· κι αυτό είναι που τρέμω πιο πολύ απ’ όλα.

Κι όλες οι λέξεις και τα συναισθήματα που έθαβα μη βγουν και σπάσουν την εικόνα σου, γίνανε τέρατα απ’ αυτά που ξαπλώνουν το βράδυ πλάι μου και κάνουν την απουσία σου, παρουσία, βαθιά κι αποπνικτική.  Να σε κουβαλάω ακόμα μέσα μου, να μην μπορώ να σε μισήσω και να με μισώ διπλά γι’ αυτό.

 

Συντάκτης: Πωλίνα Πανέρη