Σιωπή. Απ’ τις μεγαλύτερες πλάνες. Έχει καταφέρει εντέχνως και θεαματικά να νομιμοποιήσει το ψέμα της. Ποιο ψέμα; Μη μου πείτε πως δεν έχετε καταλάβει ακόμα πως η λέξη σιωπή είναι ο Πινόκιο του λεξικού;

Τίποτα πιο υποκριτικό απ’ τη σιωπή. Ηθοποιός και μάλιστα κακός. Πάντα κάτι άλλο κρύβει, κάτι άλλο προσπαθεί να καλύψει. Ένα ενδιαφέρον που θέλει να το βαφτίσει αδιαφορία, ένα «θέλω» που το τρώει ένα ηττοπαθέστατο «(δεν) μπορώ», ένας φόβος έκθεσης ή απόρριψης που καλύπτεται απ’ την ασφάλεια της ατσαλάκωτης δειλίας, ένας αυθόρμητος συναισθηματισμός που καταπίνεται βίαια από μια σάπια λογική.

Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει πιο φλύαρη λέξη απ’ τη σιωπή. Μία κραυγή καμουφλαρισμένη, ένα ουρλιαχτό μεταμφιεσμένο· πολλές κραυγές, πολλά ουρλιαχτά κρυμμένα πίσω απ’ την επιγραφή «Σιωπή».

Βολική αυτή η ταμπέλα. Την κουβαλάς πάντα μαζί σου κι οποιαδήποτε στιγμή νιώσεις την υπεροχή σου να απειλείται, πατάς το διακόπτη κι η επιγραφή αναβοσβήνει. Είσαι πλέον ασφαλής.

Τα χείλη κλειστά και τα μάτια ορθάνοιχτα. Στόμα κλειδωμένο, καταδικασμένο σε οδυνηρή σιγή, όμηρος του ίδιου του εαυτού του. Πειθήνιο όργανο της λογικής, των «καθώς πρέπει», αυτών των μπάσταρδων που το υπνωτίζουν κάθε μέρα και περισσότερο, το ναρκώνουν μέχρι που έφτασες να πιστεύεις πως διάλεξες εσύ αυτό κι όχι αυτό εσένα.

Και τα μάτια; Απείθαρχα παιδιά, ενθουσιώδεις επαναστάτες, αναρχικό δίδυμο· επικίνδυνο, το πιο επικίνδυνο απ’ όλα. Αρνούνται να συμβιβαστούν, να προσποιηθούν, να σωπάσουν. Ουρλιάζουν μόνα τους, ξεκλειδώνουν σκέψεις, αναμνήσεις, απωθημένα.

Ανασταίνουν τα περασμένα, δίνουν ζωή στα επόμενα, κάνουν την αύρα, ύλη, την υποψία, συναίσθημα, το συναίσθημα, πράξη. Ένα βλέμμα, σημείο εκκίνησης και τερματισμού μαζί.

Μάτια φλύαρα, ακατάπαυστα. Θέλουν να τα πουν όλα και να τα πουν τώρα. Δε φιμώνονται, δε φοβούνται, δεν υποκρίνονται.

Τα μάτια, αυτά μόνο να πιστεύετε. Οι λέξεις κι οι σιωπές γίνανε εραστές με το ψέμα, πρόδωσαν την αλήθεια. Τη θυσίασαν στο βωμό ενός φόβου, μιας λιγοψυχίας κι ενός υπερήφανου εγωισμού. Μόνο τα μάτια αρνούνται να προδώσουν.

Απ’ τη σιωπή ως την κραυγή, η απόσταση ελάχιστη κι όμως είναι τόσο δειλή που δεν τολμάει να κάνει αυτό το μικρό βήμα. Επιμένει να μένει εκεί, κολλημένη στο ίδιο σημείο, αυτό που έχει βαρεθεί καιρό, αυτό που δεν έχει τίποτα πια να την κρατήσει. Κι όμως, γαζώνεται πάνω στα ερείπια, συμβιβάζεται, ξεπουλιέται.

Και θα κατάφερνε καλά να συντηρεί τη μετριότητά της αν δεν υπήρχε εκείνο το αναρχικό δίδυμο που λέγαμε. Έρχονται αυτά κι ταράζουν τα νερά, αλλάζουν τις ισορροπίες.

Τα μάτια λένε μονάχα την αλήθεια. Γιατί δεν έμαθαν ποτέ τον τρόπο να προδώσουν. Γιατί ακόμα κι αν το προσπάθησαν, απέτυχαν παταγωδώς. Γιατί δε θέλησαν να εκλογικευτούν. Διάλεξαν στρατόπεδο και τάχθηκαν με το συναίσθημα, πιστά και προσηλωμένα.

Γι’ αυτό μου είναι αδιάφορο αν θα μου χαρίσεις τη σιωπή ή τη φλυαρία σου. Δε θα πιστέψω τις φωνές σου, δε θα αγαπήσω τις λέξεις σου, δε θα με φοβίσει η απουσία τους. Λόγια προβαρισμένα και σιωπές προσποιητές, έμαθα να τις χλευάζω. Ο μόνος τρόπος που εμπιστεύομαι για να ανακαλύψω την αλήθεια σου είναι το βλέμμα.

Αρκεί να με κοιτάς στα μάτια και πάντα θα ξέρω τι εννοείς, χωρίς αμφιβολίες, χωρίς παρανοήσεις. Μόνο τα μάτια λένε αλήθεια, όλα τα άλλα είναι μοντάζ.

 

Συντάκτης: Πωλίνα Πανέρη