Υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην αναισθησία και την αχαριστία. Όσο μεγαλώνουμε, όμως, όλο και πιο συχνά παρατηρούμε τις παραπάνω έννοιες στο χαρακτήρα μας. Έτσι νομίζουμε τουλάχιστον, αλλά στην πραγματικότητα η απάθεια είναι αυτή που μας περιγράφει καλύτερα απ’ όλες τις λέξεις. Όχι απαραίτητα σαν συνειδητό στοιχείο μας αλλά ως την πιο συχνή αντίδρασή μας σε δυσμενείς καταστάσεις.

Η απάθεια, πολυδιάστατη έννοια. Ξεκινάει απ’ το ένα χαλαρό άκρο και μπορεί να φτάσει στο πιο τραβηγμένο, πριν τεντωθεί το λάστιχο και γυρίσει με φόρα σε μας. Στη μέση καθημερινότητα, όμως, την προσεγγίζουμε απλά ως την απουσία αντίστασης ή ανταπόκρισης σε έντονες περιστάσεις. Πλήρης αδράνεια, κάτι σαν το ανώτατο level των αντοχών μας. Κάτι σαν την άμυνά μας, την πανοπλία μας, τη σκληραγώγησή μας απέναντι σε οτιδήποτε είναι ικανό να μας απογοητεύει, σε οτιδήποτε μας κατατρώει και καταφέρνει να κινεί τα νήματα της ευαισθησίας μας.

Δεν είναι κακή η απάθεια, όχι. Δεν είναι αναισθησία, ούτε αχαριστία. Είναι μάλλον κούραση, παραίτηση. Όταν γύρω σου επικρατεί το χάος κι εσύ προσπαθείς να συμμαζέψεις τα ασυμμάζευτα, κάποια στιγμή εξαντλείσαι, παραδίνεσαι. Κι αν το χάος έρχεται συχνά, είναι λογικό κάθε επόμενη φορά να σε ταρακουνάει όλο και λιγότερο.

Κούραση, λοιπόν, αλλά όχι σωματική, απ’ αυτή που ανακουφίζεται με μερικές παραπάνω ώρες ύπνου. Κούραση ψυχική, συσσωρευμένη, αποτέλεσμα χρόνων και βιωμάτων. Παθήματα που γίνονται μαθήματα, μαθήματα άμυνας, συνήθεια που γίνεται παγωμάρα απέναντι στη βία, το ψέμα, τη σκληρότητα∙ όσα τραγικά, δηλαδή, γίνανε πια προβλέψιμη καθημερινότητα.

Με απάθεια αντιδρούν όλοι γύρω μας, στην απάθεια μας έμαθαν να επαναπαυόμαστε κι εμείς. Συμβιβαζόμαστε με την κακία και συμφιλιωνόμαστε με την άσχημη όψη των καθόλου απρόσμενων πια δυσάρεστων καταστάσεων. Δεν έχουμε κι άλλη επιλογή. «Η ζωή δεν είναι ρόδινη» αλλά ούτε και μίζερη της αξίζει να ‘ναι.

Η ευτυχία κι η δυστυχία είναι κι οι δύο πρωταγωνίστριες. Μας χτυπάνε την πόρτα και περιμένουν να ανοίξουμε. Αν δεν πάρουν απάντηση δε θα διστάσουν να γίνουν αδιάκριτες και να τρυπώσουν απ’ τη χαραμάδα. Δεν μπορούμε να ξεφύγουμε ούτε απ’ τη μία ούτε απ’ την άλλη. Η δυστυχία, όμως, είναι λίγο πιο επίμονη και πιο κακομαθημένη, έτσι πεισμώνεις και δεν της πολυδίνεις σημασία. Τη συνηθίζεις κι έτσι σε κάθε πέταγμα του ώμου σου, κόβεις λίγη απ’ τη δύναμή της. Και κάπως έτσι μαθαίνεις να την κουμαντάρεις.

Όσο μεγαλώνουμε, συνειδητοποιούμε πως είμαστε περαστικοί σ’ αυτόν τον κόσμο κι έτσι τόσο λιγότερο καταφέρνει ο ίδιος να μας τρομάζει. Η αθλιότητα όσο μακρινή κι αν είναι, η αναισθησία όσο κοντά μας κι αν βρίσκεται κι η απογοήτευση, που μας έρχεται πακεταρισμένη και σε συσκευασία δώρου από άτομα που αγαπήσαμε κι εμπιστευτήκαμε, είναι καταστάσεις που πλέον χωνέψαμε πως δεν μπορούμε να αποφύγουμε κι έτσι όσο περνάει ο καιρός τις αποδεχόμαστε όλο και πιο ομαλά, όλο και πιο εύκολα.

Μα η απάθειά μας είναι φυσικά και δική μας ευθύνη, όπως και κάθε πληγή μας, όπως και κάθε επιλογή μας. Ίσως να μας φάνηκε η πιο ανακουφιστική οδός, ίσως απλά να ακολουθήσαμε τους πολλούς για να ‘μαστε ασφαλείς. Κι η αλήθεια είναι πως κάποτε λειτουργεί λυτρωτικά. Σαν ξεκούραση, σαν διάλειμμα, μια ανάσα απ’ την ασχήμια. Κάτι σαν μικρόβιο, ή μάλλον σαν εμβόλιο για να μη νοσήσουμε, για να αποφύγουμε τα χειρότερα.

Με αδιαφορία παλεύουμε να νικήσουμε την αδικία και την απογοήτευση.  Πετάμε ένα απαθές «δεν πειράζει» και συνεχίζουμε να ακροβατούμε.

Ή θα καταφέρουμε να ισορροπήσουμε ανάμεσα στο ρεαλισμό και το συναίσθημά μας ή θα κάνουμε βουτιά στην αναισθησία…

Συντάκτης: Κυριακή Πολυχρονιάδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη