Πάνε κι έρχονται οι άνθρωποι. Μπαίνουν στις ζωές μας, μένουν για λίγο, φεύγουν. Γνωρίζουμε πολλούς, διαφορετικούς, ο καθένας στη δική του μικρή πραγματικότητα. Που αν η δική τους καταφέρει να εφαρμοστεί στη δική μας και ταιριάξει ωραία, τότε μπορεί και να κάτσουν για λίγο παραπάνω. Κι είναι κι εκείνοι, οι εκνευριστικά παράξενοι, που δε θα καταλάβουμε ποτέ μας. Είτε τους ζήσαμε για μία βραδιά είτε για χρόνια ολόκληρα. Το αίσθημα που αφήνουν είναι το ίδιο. Άγνοια.

Μαζί τους είναι σαν να βρίσκεσαι σ’ ένα τούνελ. Κι είναι παντού σκοτάδι. Ιδέα δεν έχεις πού πηγαίνεις. Δεν είσαι καν σίγουρος αν πηγαίνεις ή αν έρχεσαι. Ψηλαφίζεις ό,τι μπορείς και προσπαθείς να αντλήσεις όσες πληροφορίες γίνεται. Μα πάντα βρίσκεσαι απέναντι σε τοίχο. Περισσότερο φαντάζει με αδιέξοδο τελικά παρά με τούνελ. Μα και πάλι πώς να ‘σαι σίγουρος. Στα σκοτάδια βρίσκεσαι.

Κύριο χαρακτηριστικό τους ότι δε δίνουν πληροφορίες για τον εαυτό τους. Σε σημείο που φτάνεις να διερωτάσαι αν είναι του FBI ή της CIA. Πάντως βασανιστήρια να τους έκανες, στοιχεία του χαρακτήρα τους δε θα έπαιρνες. Και τι να κάνεις πλέον; Να τους ταράξεις στις ερωτήσεις; Πέρα απ’ το αίσθημα αδιακρισίας που σου δημιουργεί η διαδικασία ανάκρισης, είναι και κάτι μπερδεμένες δυσνόητες απαντήσεις, που παραπάνω μπερδεύουν την κατάσταση παρά την ξεδιαλύνουν. Και να κάθεσαι εσύ μετά να σπας το κεφάλι σου.

Αλλά, πες, το ξεπερνούμε το σημείο με τον εαυτό τους. Τους δικαιολογούμε, λίγο το θέμα με την έκφραση και την ομιλία, λίγο η δυσκολία στην εξωτερίκευση των συναισθημάτων. Δεν μπορείς να ‘χεις την απαίτηση από όλους να ‘ναι ομιλητικοί κι ανοιχτοί. Υπάρχουν κι οι πιο κλειστοί που θέλουν τους ρυθμούς τους. Έλα μου, όμως, που δεν είναι μόνο αυτό.

Είναι και τα σκαμπανεβάσματα στη συμπεριφορά. Τη μία μέρα όλα μελί γάλα, την άλλη απόμακροι κι απρόσιτοι. Είναι φορές που τους νιώθεις τόσο κοντά σου. Ότι γίνονται κομμάτι μέσα σου. Και λες ότι επιτέλους έλυσες το μυστήριο κι έβαλες όλα τα κομμάτια του παζλ στη θέση τους. Κι εκεί που είσαι έτοιμος να αναπνεύσεις ανακουφισμένος, προκύπτει κάτι εντελώς αψυχολόγητο απ’ το πουθενά και σου τα φέρνει όλα ανάποδα. Κι άντε μετά να ξαναρχίσεις απ’ το μηδέν.

Σκοτεινιάζουν και χάνονται στις σκέψεις τους, στον δικό τους κόσμο. Και τους νιώθεις ξένους. Δεν μπορείς καν να υποθέσεις τι γίνεται στο κεφάλι τους. Με τι δαίμονες παλεύουν. Τι αλήθειες κρύβουν. Και δεν μπορείς παρά να εικάζεις. Να ζεις με σενάρια. Και να στέκεσαι σιωπηλός, να μένεις εκεί, να περιμένεις να περάσουν οι δύσκολες μέρες για να ‘ρθουν οι καλές.

Κι αν προσπαθήσεις να τους εξηγήσεις την κατάσταση, είναι σαν να ζουν σε ένα παράλληλο σύμπαν. Αντιλαμβάνονται τα πράγματα με ένα πολύ διαφορετικό τρόπο από μας. Κι όσο και να προσπαθήσουμε, δεν μπορούμε να τα δούμε απ’ τη δική τους σκοπιά, γιατί ποτέ δεν μπορέσαμε να διεισδύσουμε στον κόσμο τους. Δεν μπορέσαμε να μπούμε στη θέση τους. Και δεν μπορούν να μας κατηγορήσουν ότι δεν προσπαθήσαμε. Και κάθεσαι εσύ μετά να σπας το κεφάλι σου αν το θέμα είναι επικοινωνιακό κι αν όντως κανένας απ’ τους δύο δεν μπορεί να αντιληφθεί τη θέση του άλλου ή αν μιλάμε για το θέατρο του παραλόγου που έχει στηθεί τόσο καλά ώστε να μας ρίχνει στάχτη στα μάτια.

Κι απάντηση το πιο πιθανό είναι ότι δε θα πάρεις. Συμβαίνουν και τα δύο, συμβαίνουν κι άλλα που δεν μπορούμε να ξέρουμε. Δεν είναι κανόνας να το γενικεύσεις, είναι άνθρωποι κι είναι αστάθμητοι παράγοντες. Έχεις επιλογές, όμως. Πάντα έχεις. Είναι η κατηγορία ανθρώπων που δεν ανέχονται τέτοιου είδους συμπεριφορές και θέλουν ξεκάθαρες εξηγήσεις. Τους κουράζει το μπέρδεμα κι η ανασφάλεια κι είναι απολύτως φυσιολογικό να θέλουν να κρατηθούν σε απόσταση ασφαλείας.

Κι είναι κι οι άλλοι που το βρίσκουν απίστευτα ελκυστικό, τους σαγηνεύει το μυστήριο, η ιδέα ενός άλυτου γρίφου τους εξιτάρει. Κι αυτοί με τον ένα ή άλλο τρόπο καταλήγουν μπλεγμένοι. Κι είναι φορές που καταφέρνουν να τους ξεκλειδώσουν και να εισχωρήσουν στον κόσμο τους. Κι είναι αυτό ένα μικρό θαύμα. Γιατί μπορεί να μην τους καταλάβουν ποτέ απόλυτα. Κι είναι συμβιβασμένοι μ’ αυτή την ιδέα. Μα τους αρκούν οι μικρές παραχωρήσεις. Εκείνα τα μικρά, που αυξάνονται μέρα με τη μέρα. Μα δεν πιέζουν. Αντιλαμβάνονται τη μοναδικότητα της φύσης του άλλου. Απλά προσπαθούν, επενδύουν.

Βέβαια, δεν μπορούν μόνοι τους. Πρέπει να ‘χουν και κάτι να πιαστούν. Κάποια ένδειξη θέλησης απ’ την αντίπερα όχθη. Την παραμικρή. Αλλιώς καταλήγει να ‘ναι ένας ψυχοφθόρος, τυφλός, αγώνας. Να, όπως το τούνελ που προαναφέραμε. Πώς να συνεχίζεις να προσπαθείς αν δεν έχεις ιδέα πώς να φτάσεις στο φως, αν πλησιάζεις, αν απομακρύνεσαι, αν τελικά υπάρχει φως. Κάπου είσαι καταδικασμένος να σταματήσεις.

Οφείλουμε να παραδεχτούμε, όμως, ότι έχουν τη μαγεία τους οι άνθρωποι αυτοί. Καταλήγουν να γίνονται θέμα συζητήσεων, πηγή νεύρων και μερικές φορές ωραίες εκπλήξεις. Γιατί είναι οι ίδιοι που αν καταφέρουν να ανοιχτούν και να δοθούν, στο τέλος θα τα δώσουν όλα. Αλλά συν Αθηνά και χείρα κίνει. Πρέπει κι αυτοί να κάνουν τις υποχωρήσεις τους, να βάλουν λίγο νερό στο κρασί τους. Να προσπαθήσουν κι αυτοί να μπουν στη θέση των άλλων. Να δουν τι μπορούν να κάνουν διαφορετικά, ώστε να γίνονται πιο εύκολα αντιληπτοί.

Περίπλοκες οι ανθρώπινες σχέσεις, μα χωρίς προσπάθεια δε χαρίζεται τίποτα -κι αυτή είναι μία απ’ τις λίγες βεβαιότητες αυτού του κόσμου.

Συντάκτης: Μαρίνα Πολυκάρπου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη