Παράξενα πλάσματα οι ερωτευμένοι. Επιζητούμε διαρκώς την επαφή με τον άνθρωπο του ενδιαφέροντός μας, ακόμα κι αν βρίσκεται μίλια μακριά. Το τηλέφωνο γίνεται προέκταση του χεριού μας κι η ανταλλαγή μηνυμάτων καθημερινή συνήθεια. Κάποιοι είναι ικανοί αν χαλάσει το τηλέφωνό τους -χτύπα ξύλο- να στείλουν τα μηνύματά τους με τον παλιό παραδοσιακό ινδιάνικο τρόπο, τα σήματα καπνού. Νιώθουμε μια έλξη με το πρόσωπο που έχουμε ερωτευτεί, όπως τα μαγνητάκια στο ψυγείο.

Δεν μπορούμε να φανταστούμε τη δεδομένη στιγμή μια ζωή δίχως τον έναν και μοναδικό που επέλεξε η καρδιά μας. Μερικές φορές όμως, τα πράγματα δεν έρχονται όπως τα περιμένουμε και πρέπει να βγούμε από το ροζ συννεφάκι μας. Η χειρότερη τιμωρία για έναν άνθρωπο είναι η πλήρης απουσία του ανθρώπου που νοιάζεται. Προσγειωνόμαστε απότομα στο έδαφος και δεν μπορούμε να αποφύγουμε την πρόσκρουση.

Ενώ μιλούσαμε διαρκώς μαζί του, ξαφνικά εξαφανίζεται. Δε δίνει κανένα σημείο ζωής κι εμείς δεν το περιμέναμε, δεν είχαμε σημάδια ή κι αν είχαμε κατά καιρούς τα αγνοούσαμε, γιατί ο έρωτας μας είχε κάνει τυφλούς. Υπάρχουν, όμως, κι οι περιπτώσεις που απλώς ο άλλος αδιαφορεί για την ύπαρξή μας. Εκεί που τα μοιραζόμασταν όλα, τώρα δεν υπάρχει καμία σύνδεση, δεν ανταλλάζουμε ούτε ένα μήνυμα. Δε δεχόμαστε το τέλος που έχει έρθει κι αρχίζουμε να κάνουμε με το μυαλό μας σενάρια. «Κάτι θα του έτυχε», «μπορεί να αρρώστησε», «ίσως να είχε δύσκολη βδομάδα» κι άλλες εκατομμύρια φτηνές δικαιολογίες για να κατευνάσουμε τον εσωτερικό μας κόσμο, που εκείνη τη στιγμή βρίσκεται σε αναστάτωση.

Ξεκινά ένα παιχνίδι παρόμοιο με το: «εδώ παπάς, εκεί παπάς, πού είναι ο παπάς;». Είμαστε διατεθειμένοι να σηκώσουμε και τα τρία ποτηράκια προκειμένου να ξαναβρούμε το πρόσωπο του πόθου μας; Άφαντος ο παπάς, όμως. Τότε έρχεται το επόμενο στάδιο που αναρωτιόμαστε τι έφταιξε. Ποιος μας καταράστηκε και άνοιξε η γη και τον κατάπιε; Γεννιούνται ανασφάλειες, οι οποίες αφορούν στους ίδιους μας τους εαυτούς. Ρίχνουμε το φταίξιμο σε εμάς, γιατί η εικόνα του άλλου που έχουμε πλάσει στο μυαλό μας είναι ιδανική και ποτέ δε θα είμαστε αρκετοί για εκείνον. Αυτομαστιγωνόμαστε διαρκώς με όλα αυτά τα ερωτήματα που σκαρφιζόμαστε και απευθύνουμε στον εαυτό μας.

Δεν παύουμε να αναζητούμε τον άνθρωπο που νοιαζόμαστε τόσο. Ελπίζουμε πως θα γίνει ένα θαύμα, σαν αυτά που κάνει η Νικολούλη, και θα εμφανιστεί ξανά στη ζωή μας, σαν να μην πέρασε μια μέρα. Τον αναζητάμε μανιωδώς, όπως ακριβώς και τους λόγους της αδιαφορίας του. Αφού τα μηνύματα και τα τηλεφωνήματα δεν αποδίδουν καρπούς παίρνουμε δραστικά μέτρα. Αρχικά ψάχνουμε τα προφίλ του στα social media. Κατασκοπεύουμε κάθε του κίνηση και πράττουμε ανάλογα με τα ευρήματα που θα συλλέξουμε. Φοράμε μαύρη καπαρντίνα, γυαλιά ηλίου και βγαίνουμε στους δρόμους, περνώντας εντελώς τυχαία απ’ τα μέρη στα οποία γνωρίζουμε πως συχνάζει και, φυσικά, στο δρόμο μας είναι πάντα το στενό του σπιτιού του. Κανένα σημάδι, αλλά αν τύχει να δούμε κάποιον φίλο του θα ρωτήσουμε χαλαρά «τι κάνει ο τάδε;», μην καταλάβει πως καιγόμαστε κιόλας. Ελπίζουμε σε μια τυχαία συνάντηση και στην οποιαδήποτε εξήγηση μα μένουμε με την ελπίδα.

Αργά ή γρήγορα θα έρθει η στιγμή που θα αποδεχτούμε την απουσία του και θα προχωρήσουμε παρακάτω. Χειρότερη τιμωρία ίσως να μην είναι η μυστηριώδης απουσία του ατόμου που νοιαζόμαστε, αλλά ο αυτοτραυματισμός μας, ο οποίος είναι αναπόφευκτος από τη στιγμή που θίγεται ο εγωισμός μας. Αν το τέλος έχει έρθει, πρέπει να το γνωρίζουν κι οι δυο, κι όχι να λες πως πας για τσιγάρα και να γίνεσαι καπνός. Τι κι αν υποστηρίζουν πως πίσω από τη σιωπή κρύβεται η απάντηση; Τα μάτια ενός ερωτευμένου αδυνατούν να τη δουν.

 

Συντάκτης: Αγγελική Παπαδάκη
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.