

Θυμάμαι πριν πολλά χρόνια όταν η κόρη μου διένυε την περίοδο των εκνευριστικών αλλά αξιαγάπητων κατά τ’ άλλα «γιατί» της ζωής της, να διατυπώνει εκατοντάδες ή και χιλιάδες ίσως ερωτήσεις ανά λεπτό, για ό,τι συνέβαινε γύρω της. Από τις αγαπημένες της, αυτές που αφορούσαν ζευγάρια που είτε φιλιούνταν, αγκαλιαζόντουσαν ή είχαν διάφορες περιπτύξεις δημοσίως. Φυσικά η απάντησή μου ήταν πως αγαπούσαν πολύ ο ένας τον άλλον δείχνοντάς το. Αργότερα που κι οι σχέσεις απέκτησαν την ορολογία τους, μπήκε και το PDA στο παιχνίδι.
Επίσημα αναλύεται ως Public display of affection (PDA) κι είναι ένας όρος που χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε οποιαδήποτε σωματική επαφή ενός ζευγαριού δημοσίως. Όλοι μας, είτε λιγότερο, είτε περισσότερο έχουμε περάσει από μια τέτοια φάση. Κάποιες φορές νιώθοντας άβολα και κάποιες άλλες σκεπτόμενοι πως είναι το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε για να εκφράσουμε τα συναισθήματά μας. Η δημόσια εκδήλωση στοργής, ωστόσο, είναι μια κατάσταση η οποία διχάζει. Υπάρχουν εκείνοι που είναι υπέρ, εκείνοι που πιστεύουν πως είναι ανάρμοστο κι κείνοι που είναι κάπου στη μέση θεωρώντας πως αν είναι με μέτρο, δεν ενοχλεί. Ίσως λοιπόν κι ένας από τους λόγους, να δηλώνεις ανοιχτά τη σωματική σου οικειότητα με το ταίρι σου να θεωρείται ταμπού, για κάποια ζευγάρια να είναι συναρπαστικό.
Μερικές μορφές PDA είναι το να κρατάμε απλώς τα χέρια δημοσίως. Αυτή η πιο απλή μορφή δείχνει τη δύναμη και την πίστη του ζευγαριού. Το να χαϊδεύει ο ένας τον άλλον απαλά είναι επίσης μια χειρονομία στοργής. Η αγκαλιά δείχνει άνεση κι ασφάλεια. Το φιλί είναι η πιο οικεία μορφή καθώς με τα φιλιά ξεχνάμε που είμαστε και ποιοι είναι γύρω μας. Από ένα απλό φιλί που σημαίνει «γεια» μέχρι ένα παθιασμένο που φωνάζει για την έλξη που υπάρχει. Με όλη αυτή τη δημόσια σωματική επαφή σκεφτόμαστε «σε θέλω και το δείχνω ό,τι και αν γίνει» ή «επιλέγω εσένα». Κι αυτό είναι άλλη μια δήλωση αγάπης.
Η αντίδραση των θεατών είναι σχεδόν πάντα μη προβλέψιμη, καθώς μπορεί να κυμαίνεται από παρατήρηση ή υποτιμητική συμπεριφορά μέχρι εκδήλωση αποθέωσης. Θυμάμαι μια φορά είχα ανέβει σ’ ένα παγκάκι να φωνάξω δυνατά «σ’ αγαπώ» στον άνθρωπο που είχα δίπλα μου, βλέποντας τον κόσμο που περνούσε εκείνη τη στιγμή να χαμογελάει. Η στιγμή, ο τόπος κι όλοι όσοι είναι τριγύρω είναι στοιχεία που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν. Σε όλους εκείνους που αντιτίθενται στις δημόσιες εκδηλώσεις στοργής ίσως να φταίει το περιβάλλον ή η κουλτούρα στα οποία έχουν μεγαλώσει, ίσως να είναι ψυχολογικό κατάλοιπο, αφού πιστεύουν πως γίνεται απλά και μόνο για απόσπαση προσοχής υπερβαίνοντας τα όρια, να υπάρχει ένα κοινωνικό υπόβαθρο κυριαρχίας ή μια δηλωμένη ανασφάλεια που εκδηλώνεται μ’ αυτό τον τρόπο. Γιατί δημόσια κι όχι στον προσωπικό τους χώρο, αναρωτιούνται. Τι προσπαθούν να αποδείξουν;
Ξεπερνώντας γνώμες κι απόψεις που ίσως δεν έχουν θέση στο 2023, μπορούμε απλώς να κάνουμε ένα βήμα πιο κοντά στην ελευθερία. Απλά παραδείγματα δημόσιας στοργής είναι και τα ακόλουθα:
- Πιασμένοι χέρι-χέρι
- Μια αγκαλιά που μπορεί να συνοδεύεται από ένα φιλί στο μάγουλο
- Φτιάχνουμε τα μαλλιά τους ή τα ανακατεύουμε γελώντας
- Διορθώνουμε με ένα χάδι τα ρούχα τους
- Επικοινωνούμε φτιάχνοντας ένα δικό μας κώδικα επικοινωνίας χωρίς λόγια
- Γυρίζουμε να πούμε σε όποιον μας κοιτάζει χαμογελαστά «είναι ο έρωτας της ζωής μου»
- Ψιθυρίζουμε «σ’ αγαπώ»
- Συγχρονίζουμε τα βήματά μας
- Σφίγγουμε το χέρι τους κάθε φορά που θέλουμε να τους νιώσουμε πιο έντονα κοντά μας
- Περνάμε τα χέρια μας γύρω από τον ώμο τους
- Χαϊδεύουμε το πρόσωπό τους με το δικό μας
- Ταΐζουμε ο ένας τον άλλο
Το PDA είναι μια δημόσια εκδήλωση στοργής για την οποία μόνο όμορφα συναισθήματα αξίζει να νιώθουμε. Η σχέση μας είναι επίσης ένα κάστρο που οι ίδιοι θα πρέπει να φροντίζουμε να παραμένει οχυρωμένο. Το ν’ ακολουθούμε κάποιους άγραφους κανόνες στις δημόσιες εκδηλώσεις στοργής δε μας κάνει αναχρονιστικούς απαραίτητα, επιβεβαιώνει την αξιοπρέπεια και τον σεβασμό μας απέναντι στη σχέση μας. Ωστόσο, όταν ένα φιλί ή ένα άγγιγμα προσβάλει, τότε ίσως θα πρέπει να σκεφτεί αυτός που τον προσβάλει, τι λείπει από τη δική του ζωή. Γιατί κάτι λείπει.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου