Ο αγαπημένος Περίδης λέει με φωνή μαγική κι αποφασιστικότητα «κάνω όρκο να τελειώσει πια ό,τι τελειώνει». Και δεν υπάρχει όντως τίποτα σημαντικότερο σε συναισθηματικό επίπεδο απ’ το να αντιλαμβάνεσαι πότε πρέπει να φύγεις.

Πολλές φορές η ίδια η ζωή, σου υπαγορεύει και σου υποδεικνύει το δρόμο της λύτρωσης, του φευγιού. Κανείς μας δεν προορίζεται και δεν αξίζει τα μέτρια, τα ημιτελή, τα αμφίβολα. Καθένας μας πρέπει να έχει στη ζωή του αυτό που κάνει το μέσα του να χρωματίζεται, να ξεδιπλώνεται και να λάμπει.

Δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό και πιο ευεργετικό απ’ αυτό που σου δίνει τους λόγους να ανήκεις κάπου, να είσαι μέρος κάποιου, να είσαι απαραίτητος. Όλες οι ανθρώπινες σχέσεις, είτε φιλικές είτε ερωτικές, έχουν ως κεντρικό άξονα την ανάγκη του αποδέκτη να προσλαμβάνει και να νιώθει όσα ο αποστολέας εκπέμπει. Κι όλοι μας είμαστε κι αποστολείς κι αποδέκτες. Κι όχι επειδή γεννιόμαστε μισοί και χρειαζόμαστε συμπλήρωση, αλλά γιατί η ζωή είναι πολύ πιο όμορφη όταν τη ζεις μέσα απ’ το μοίρασμα.

Όταν λοιπόν είναι η ώρα να φύγεις πρέπει πάντα να έχεις τη γενναιότητα να το κάνεις. Και λέω γενναιότητα, γιατί το να φεύγεις είναι πάντα ο πιο δύσκολος κι ο πιο δύσβατος δρόμος. Πολλοί τον απορρίπτουν κατ’ εξακολούθηση, τον ξεχνούν κι εθελοτυφλούν. Επίσης πολλοί φεύγουν ματώνοντας, μεταβάλλουν τα πάντα και πορεύονται εκ νέου και με πληγές βαθιές και μη επουλώσιμες. Το ερώτημα όμως είναι ένα, πότε να φύγω;

Να φύγεις όταν έκανες ό,τι μπορούσες, όταν έδωσες τα πάντα σου, όταν κατέθεσες και το πιο μικρό κομμάτι του εαυτού σου ακόμα κι όταν αυτός ήταν πιο ευάλωτος απ’ όλες τις φορές, όταν θυσίασες αυτά που θυσιάζονταν κι όταν το «εγώ» αναιρούνταν απ’ το «εμείς» με τρόπο καθολικό κι απόλυτο.

Να φύγεις όταν ξέρεις μέσα σου πως αυτό που έδωσες ήταν αυτό που μπορούσες, όταν πια δεν έχεις επιλογές κι όταν οι υποχρεώσεις κι οι κανόνες που αυθόρμητα γεννιούνται δεν υποτάσσονται από καμία επιθυμία και καμία θέληση.

Ο δρόμος προς τη φυγή, όταν πρέπει στ’ αλήθεια να τον περπατήσεις, έχει από μόνος του τις φωτεινές ενδείξεις που χρειάζεσαι, έχει την πιο φωτεινή απ’ όλες τις ταμπέλες, έχει τη μορφή του μονόδρομου. Πάντα μα πάντα, όταν είναι η μόνη εναλλακτική, όταν είναι η μόνη σωτηρία, η φυγή είναι πασιφανής.

Μην κοροϊδεύεσαι και μην εθελοτυφλείς. Ξέρεις πιο καλά και πρώτος απ’ όλους πότε πρέπει να φύγεις. Το θέμα κι η δυσκολία είναι να ξέρεις πότε δεν πρέπει να φύγεις και κυρίως πότε δεν πρέπει να τα παρατήσεις.

Η εποχή μας κι οι εφήμερες ανθρώπινες σχέσεις που τη χαρακτηρίζουν, μας έμαθε να φεύγουμε μεν, αλλά να φεύγουμε πριν κάνουμε αυτό που μπορούσαμε, δε. Μας έμαθε να παρασυρόμαστε από μια βιασύνη και μια ευκολία, από ένα ευκαιριακό βόλεμα που εξασφαλίζει την προσωρινή και μόνο ηρεμία μας και γίνεται παράλληλα η αιτία να αναρωτιόμαστε τι δεν έγινε σωστά όταν έπρεπε και τι λείπει.

Αυτό που λείπει είναι η θέληση κι η πυγμή, η πηγαία ορμή να προσπαθούμε πριν παραιτηθούμε. Λείπει το χάρισμα να διαχωρίζουμε μέσα μας πότε πρέπει όντως να φύγουμε και πότε φεύγουμε επειδή έτσι είναι πιο βολικά.

Το να φεύγεις είναι προσόν και τιμή όταν έκανες ό,τι ήθελες και μπορούσες και καλώς ή κακώς δεν ευδοκίμησε. Όχι όταν θεωρώντας πως θα ‘ναι ο πιο εύκολος δρόμος κι ο πιο αναίμακτος, τον ακολούθησες.

Τίποτα στη ζωή –απ’ το πιο απλό μέχρι το πιο δύσκολο– δεν έρχεται ακριβώς όπως το θέλουμε. Τίποτα δεν είναι έτοιμο και δουλεμένο. Τα πράγματα έρχονται και συμβαίνουν κι εμείς δουλεύουμε πάνω σ’ αυτά. Οι συνθήκες δε θα ‘ναι ποτέ όπως τις ήθελες και τα γεγονότα όπως τα φαντάστηκες κι αυτό δε θα αποτελέσει ποτέ ελαφρυντικό για μια πρόωρη φυγή.

Μάθε να πολεμάς, να διεκδικείς, να παλεύεις ακόμα και για τη φυγή σου. Μην περιμένεις τα έτοιμα και τα σχεδιασμένα. Η ζωή συνίσταται στο απρόβλεπτο, το ακατέργαστο, στο ξαφνικό. Εσύ, ο ίδιος, προσθέτεις την παράμετρο της επεξεργασίας.

Να φεύγεις. Να φεύγεις όταν δεν είσαι εκεί που πρέπει, όταν δεν παίρνεις αυτά που αξίζεις, όταν το σύμπαν που θέλουν να σε βάλουν είναι πολύ μικρότερο απ’ αυτό που θα σε χωρέσει.

Να μη φεύγεις επειδή προβλέπεις μια μπόρα, επειδή φαντάζεσαι τη συνέχεια, επειδή σου λένε ότι πρέπει να το κάνεις. Να μη φεύγεις επειδή δυσκολεύτηκες λίγο και γιατί σου είναι πιο εύκολο απ’ το να προσπαθήσεις.

Για να μάθεις και να καταλάβεις πότε πρέπει να φεύγεις, επιβάλλεται πρώτα να νιώσεις και να αντιληφθείς πότε δεν πρέπει να φεύγεις. Αν δεν προσπαθούμε και δε ματώνουμε για όσα επιθυμούμε, αν περιμένουμε έτοιμα όσα ονειρευόμαστε κι αν παραιτούμαστε επειδή ήταν πιο εύκολο απ’ το να συνεχίσουμε δε θα μάθουμε ποτέ πώς είναι να κερδίζεις μια μάχη για όσα αγαπάς και γουστάρεις.

Μη φύγεις ποτέ από εκεί που κάθε φορά ένιωθες βαθιά μέσα σου πως έπρεπε να μείνεις και να παλέψεις με όλες σου τις δυνάμεις, με το αιτιολογικό ενός ναυαγίου που ο δύσπιστος εαυτός σου προέβλεπε. Τα ναυάγια είναι μέρος της ζωής μας κι είναι αποδεκτά κι απαραίτητα, αρκεί να μη βυθίστηκαν αμαχητί.

 

Επιμέλεια Κειμένου Νέλης Χαχάμη: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Νέλη Χαχάμη