Να εύχεσαι να είναι πολύ μακρύς ο δρόμος. Κι αυτό γιατί όσες μέρες, όσες νύχτες κι αν περάσεις στο νησί, δε θα σου φτάσουν για να το γνωρίσεις πραγματικά. Έχει μια ενέργεια -σχεδόν μυστηριακή- που σε τραβάει όλο και πιο βαθιά, όλο και πιο μέσα του. Είπες πως θα πας μια βδομάδα και πως θα είναι αρκετή για να δεις τα βασικά. Φίλε μου, δεν έχεις δει τίποτα ακόμα.

Είναι ένα νησί για λίγους, γιατί λίγοι είναι αυτοί που θα αφεθούν πραγματικά για να παρασυρθούν από τα μυστικά της, που ένα-ένα ξετυλίγονται μπροστά σου, όπως το Σάος απλώνεται από τα 1600 μέτρα στο απόλυτο μηδέν. Δε σου δίνει τίποτα εύκολα. Είναι στο χέρι σου (και τα αθλητικά σου παπούτσια) να αφεθείς, να κουραστείς και να το ανακαλύψεις.

Το λιμάνι της είναι ένα απλό, τυπικό νησιωτικό λιμάνι. Δεν είναι αυτό η Σαμοθράκη. Αυτό είναι απλά η μετάβαση, είναι τα δέκα-δεκαπέντε λεπτά που έχεις στη διάθεσή σου για να αποφασίσεις αν θέλεις μεταφορικό κι αν πεινάς, λίγο πριν πάρεις την παραλιακή για τα Θέρμα.

Από ‘κει και μετά, ξέρεις ότι βρίσκεσαι αλλού. Ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Άλλη φάση, άλλος αέρας, άλλη χώρα -οριακά. Θα σου μιλάνε άνθρωποι στο δρόμο, θα σε καλωσορίζουν γιατί ήρθες, χωρίς να έχουν ιδέα ποιος είσαι και πού θα πας. Θα δεις μικρά παιδιά να τρέχουν στην πλατεία του χωριού, παρέες να αράζουν με τα τσίπουρα και τα φρούτα τους, ντόπιους να περιφέρονται σαν να ξέρουν κάθε πέτρα, κάθε μικρό χαλίκι αυτού του νησιού. Αυτοί θα είναι και οι οδηγοί σου. Θα ρωτήσεις και θα σου πουν την καλύτερη διαδρομή, την πιο έξυπνη ώρα και το πώς να αποφύγεις τους μπελάδες. Εκείνοι ξέρουν κι εσύ μικρό γατάκι που ήρθες από το τσιμέντο και την πόλη σου, δεν έχεις ιδέα τι σε περιμένει.

Το γράφω και το σβήνω αυτό το κείμενο τρεις μέρες τώρα, γιατί δεν ξέρω πώς θα μπορούσα στ’ αλήθεια να χωρέσω σε λέξεις όλα όσα γνώρισα εκεί. Κάπου μπλέκονται οι εικόνες με την αίσθηση και την έκπληξη, κάπου χάνεται η μπάλα και μένεις απλά στήλη άλατος, να θαυμάζεις αυτό που δεν είχες ιδέα ότι μπορεί να συναντήσεις. Θα σκαρφαλώσεις και θα περπατήσεις πολύ, μέσα στη ζέστη, για να φτάσεις κυριολεκτικά σε μικρές κρυμμένες οάσεις νερού που το ποτάμι αποφάσισε να φτιάξει για να δροσίζει την πέτρα εκεί που θέλει. Λιβελούλες και βατραχάκια θα περνάνε δεξιά κι αριστερά σου, θα ακούς μόνο τον ήχο του νερού και του αέρα, παντού το μπλε και το πράσινο και το γκρι του βράχου που θα μεταμορφώνει ο ήλιος σε ασημί με το φως του.

Και μέσα σε όλο αυτό, ο άνθρωπος.  Γυμνός, ήρεμος, χωρίς πρόσθετα στολίδια, στο στοιχείο του, στην ίδια του τη φύση. Να σκαρφαλώνει ξυπόλυτος, να ελίσσεται, να πέφτει και να σηκώνεται, να λερώνεται το έξω και να καθαρίζει το μέσα. Δε θα ξεχάσω ποτέ την εικόνα εκείνης της γυναίκας-μητέρας με το μωρό στην αγκαλιά της, να στέκεται κάτω από το φως, ανάμεσα στα βράχια και μέσα στο νερό, σαν βγαλμένη από παραμύθι. Κι εκείνο να γελάει και να αντηχεί το γέλιο του στο βουνό, σαν την καλύτερη, την πιο αρμονική μουσική που έχεις ακούσει ποτέ σου.

Και οι άνθρωποι εδώ ξέρουν. Ξέρουν να ζουν, ξέρουν να τρώνε, να τραγουδούν και να χορεύουν, ξέρουν να τρέχουν και να πηδούν και να εξερευνούν. Δε θα ξεχάσω τίποτα ποτέ από αυτόν τον τόπο και σίγουρα φεύγοντας, έδωσα μια υπόσχεση κοιτώντας πίσω μου. Θα ξανάρθω. Για να πάω λίγο πιο ψηλά, να λερωθώ λίγο πιο πολύ, να αφεθώ λίγο ακόμα. Και τότε δάκρυσα. Γιατί διάολε, αυτό είναι που κάνει τους ανθρώπους να αναπνέουν.  Αυτό το λίγο ακόμα.

 

Το άρθρο αυτό είναι αφιερωμένο στη Σταυρούλα από το Λάκκωμα, που της ζητάς έναν μεζέ και σου βγάζει δέκα για να δοκιμάσεις. Στη Φιλιώ και την κυρία Ελένη από τα Θέρμα για την υπέροχη φιλοξενία τους, στην κοπέλα που δε μάθαμε ποτέ το όνομά της και μας οδήγησε στις κρυμμένες ομορφιές της Γριάς. Θα τα ξαναπούμε.

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου