Στην εκπνοή του χρόνου, σε μια χρονιά που το σώμα υπήρξε στις συζητήσεις μας περισσότερο από ποτέ και για πολλούς λόγους κι ίσως όχι πάντα ευχάριστους, εμείς, στο pillowfights, δίνουμε φωνή στα σώματά μας και τις ιστορίες τους μέσα από μια καμπάνια που σκοπό έχει να γιορτάσουμε. Τα γεμάτα σημάδια, όμορφα, παρδαλά και πολύχρωμα κορμιά που είναι οι πυξίδες και οι χάρτες μας για κάθε βήμα που κάνουμε στον περίεργο αυτό κόσμο. Ένα δεκαήμερο γεμάτο εικόνες, λέξεις, προσωπικές ιστορίες, άρθρα και μαρτυρίες για το body shaming, με σκοπό τελικά, το πιο απλό και σπουδαίο. Να μας αποδεχτούμε για να μπορέσουμε να αποδεχτούμε κι όλους τους άλλους. 

 

Ανάμεσα στις ιλουστρασιόν σελίδες ενός περιοδικού παρελαύνουν τέλεια κι αψεγάδιαστα σώματα τα οποία εν πολλοίς θαυμάζουμε, επιθυμούμε κι ίσως κάποιοι να ζηλεύουμε και λίγο. Τα media έχουν βρει τον τρόπο να δημιουργούν πρότυπα που βασίζονται στην τέλεια εικόνα η οποία συνοδεύεται κι από αντίστοιχη προσωπικότητα παραμερίζοντας κάθε τι που δε συμβαδίζει με αυτά. Εξαιτίας αυτού και πολλών ακόμη λόγων που θα αναφέρουμε παρακάτω, έχει δημιουργηθεί ένα είδος φοβίας που οι περισσότεροι από εμάς μπορεί και να μην είχαμε ακούσει ποτέ μέχρι σήμερα. Πόσοι ξέρουν τη λέξη Cacomorphobia; Να σηκώσουν χέρι!

Η cacomorphobia είναι μία λέξη με ελληνική ρίζα αφού όλα τα παράγωγά της προέρχονται από ελληνικές λέξεις «κακό», που σημαίνει άσχημο, «morpho», μορφή/εικόνα και «phobos», φόβος/αποστροφή. Με πολύ απλά λόγια, αν θέλαμε να πούμε σε τι αναφέρεται, είναι η φοβία απέναντι στα παχύσαρκα άτομα. Στα media, όπως ήδη αναφέραμε, στην τηλεόραση αλλά και οπουδήποτε, μπορεί να βλέπουμε πρόσωπα που ασκούν επιρροή, βλέπουμε σαφώς λιγότερους ανθρώπους που φέρουν παραπάνω κιλά εκτός αν χρειάζεται πολλές φορές να χρησιμοποιηθούν σε κακόγουστα αστεία που αφορούν το βάρος τους. Η προβολή τους δηλαδή είναι φανερά περιορισμένη ακόμη και στις μέρες μας, που υποτίθεται ότι προσπαθούμε να πολεμήσουμε το body shaming.

Η φοβία αυτή λοιπόν θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι ένα είδος fat shaming, εάν σκεφτούμε πως αυτό που προκαλεί τον πανικό στα άτομα που το βιώνουν είναι η εικόνα ενός ανθρώπου με παραπανίσια κιλά. Σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειώσουμε πως δε μιλάμε για απέχθεια της εικόνας ή υποβιβασμό του ατόμου εξαιτίας των κιλών του, μιλάμε για μια κατάσταση ακατάσχετου φόβου που βιώνει ένας άνθρωπος στη θέα ενός προσώπου υπέρβαρου.

Δεν είναι λίγες οι φορές που εξαιτίας του bulling που μπορεί να υφίσταντο τα παχύσαρκα άτομα, έχουν υιοθετήσει συμπεριφορές αμυντικές που τείνουν να φτάνουν στην παθητική βία. Αυτό που σε εκείνα λειτουργούσε ως άμυνα, σε ένα φοβικό παιδί είναι ικανό να έχει λειτουργήσει σαν κάτι τρομακτικό το οποίο θα του κάνει «κακό». Ο φόβος δεν περιορίζεται μονάχα στο βάρος του ατόμου· τα άτομα που πάσχουν από αυτού του είδους τη φοβία, υπάρχει ενδεχόμενο να παθαίνουν κρίσεις πανικού ακόμη κι αν βρίσκονται κοντά σε μεγαλόσωμα άτομα, βιώνοντας αρνητικά συναισθήματα που δεν μπορούν να ελέγξουν. Στα μάτια τους φαντάζουν οι «οι κακοί γίγαντες» που βγήκαν για να σπείρουν το κακό στην ανθρωπότητα.

Ο φόβος εκφράζεται με κρίσεις πανικού, εφιδρώσεις, ταχυκαρδίες, αγοραφοβία (αποφυγή των ανθρώπων αυτών σε πολυσύχναστους χώρους) ρίγη, τρέμουλο και σκέψεις που δεν μπορούν να εκλογικευτούν, ενώ ανάλογα τον βαθμό που εκτείνεται η φοβία μπορεί να γίνει μέχρι και χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής στο άτομο που πάσχει. Σε άλλες περιπτώσεις υπάρχουν θεραπείες που αφορούν τη συμπεριφορά του ατόμου και δοκιμάζονται τεχνικές όπως προβολή παχύσαρκων ατόμων αρχικά σε εικόνες και σταδιακά με φυσική ζωντανή παρουσία, ενώ εφαρμόζεται και η υπνοθεραπεία.

Αναμφίβολα η cacomorphobia είναι κάτι που οι περισσότεροι από εμάς δεν είχαμε καν φανταστεί ότι υπάρχει γύρω μας. Η ανθρώπινη ψυχή και το μυαλό είναι πραγματικά τα πιο πολύπλοκα σταυρόλεξα για δυνατούς λύτες, αφού λειτουργούν με έναν μαγικό τρόπο κι επηρεάζονται από συμβάντα που δεν πιάνει η αντίληψή μας. Μάλλον χρειάζεται να ψάχνουμε λίγο περισσότερο τα πράγματα από το να βγάζουμε συμπεράσματα και να βάζουμε ταμπέλες επιφανειακά κι εύκολα.

Συντάκτης: Μαρία Αθανασοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου