

Για κάποιον περίεργο λόγο όταν ακούω τη λέξη μίμος μου έρχεται στο μυαλό ένας κύβος πλεξιγκλάς και ένας άνθρωπος που από μέσα μιμείται ό,τι κάνουν οι περαστικοί. Κι οι περαστικοί περνούν και σταματούν, έρχονται και φεύγουν. Κοιτάζουν. Είναι θεατές. Μία κοιτάει ο μίμος, μία ο άνθρωπος. Έχουν τόσα κοινά και τόσες διαφορές ταυτόχρονα. Πώς αναρωτιέμαι; Το πλεξιγκλάς είναι ο συνδετικός κρίκος ή αυτός που τους χωρίζει;
Έτσι αν το πάρουμε αλληγορικά, κοινωνία ίσων πλεξιγκλάς. Μίμος ίσων σημερινός νέος και περαστικοί ίσων πρότυπα. Ποια είναι η ευθύνη του πλεξιγκλάς; Ποιοι είναι οι περαστικοί και γιατί οι μίμοι τους μιμούνται; Θα μου πεις, μίμος είναι αυτή είναι η δουλειά τους. Μήπως όμως πηγάζει όλο αυτό από μια εκ βαθέων, εσωτερική ανάγκη για μιμητισμό;
Γιατί όλο αυτό έχει να κάνει με την ανάγκη του ανθρώπου να χωρέσει κάπου, να γίνει μέρος ενός συνόλου, ν’ αρέσει. Γι’ αυτό και την προσκόλληση προς τον μιμητισμό τη βιώνουν περισσότερο οι νέοι, διότι ο ανθρώπινος χαρακτήρας τόσο νεαρές ηλικίες δεν είναι πλήρης διαμορφωμένος. Έχει πάρει σχήμα αλλά όχι τελειοποιημένη μορφή. Συνεπώς, είναι πολύ λογικό οτιδήποτε προσλαμβάνει το άτομο σαν ερέθισμα να μην το επεξεργάζεται, να μη σκέφτεται αν του ταιριάζει ή όχι. Όλα αυτά γιατί δεν έχει καταφέρει να αποκτήσει ακόμη αυτή τη χαρακτηριστική ταυτότητα θα τον μοναδικό και ανεξάρτητο.
Έτσι, σε μια κοινωνία που οδεύει προς την ομοιογένεια, δυστυχώς συνεχίζεται αυτή η τάση προς τον μιμητισμό. Όχι μόνο προς τον μιμητισμό προτύπων αλλά και των γύρω μας. Και ναι, ο άνθρωπος είναι από τη φύση του ανταγωνιστικό ων, αλλά μήπως τώρα τελευταία το έχει παρακάνει;
Βέβαια η ανάγκη αυτή να μοιάσουμε σε κάποιον, είναι γνωστό πως στην εποχή μας πηγάζει από τα σόσιαλ, αφού παιδιά πολύ μικρής ηλικίας έχουν πρόσβαση σ’ αυτά πριν διαμορφώσουν χαρακτήρα, άποψη και στιλ.
Καταλήγω έτσι στο γεγονός ότι ο μιμητισμός έχει τις ρίζες του βαθιά στους κόλπους της δήθεν προοδευτική εποχή μας. Και για να μην τα ισοπεδώνουμε όλα, ναι φυσικά έχουν γίνει αξιοθαύμαστες αλλαγές τα τελευταία χρόνια, αλλά όχι τέτοιες ώστε η ομοιογένεια να μην είναι απαραίτητη. Έπιασα τους νέους γιατί καλώς η κακώς αυτοί είναι περισσότερο εκτεθειμένοι σε μαζικά ερεθίσματα αρνητικών προτύπων π.χ. Andrew Tate.
Μια άλλη περίοδο ήταν στις hot τάσεις να θες να μοιάσεις στις kardashians και τελείωναν οι μαύρες βαφές στα ράφια (χαρακτηριστικό παράδειγμα μιμητισμού). Ο καταναλωτής λοιπόν έμπαινε στη διαδικασία να ταυτίσει το «έχειν» με το «είναι» και να λειτουργήσει με το δόγμα: «Είσαι ό, τι δείχνεις» και να προσπαθεί να αποκτήσει ταυτότητα μέσω του «φαίνεσθαι» και της επίδειξης. Είναι όμως οι νέοι μόνο θύματα αυτού του φαινομένου;
Σας πληροφορώ ότι και οι μεγάλοι δεν πάνε πίσω αφού και εκείνοι πασχίζουν να μοιάσουν σε κάποιον. Μπορεί όχι σε σταρ αλλά σε κάποιον από τη δουλειά τους ή την οικογένειά τους, φτάνοντας στα 50 τους, χωρίς καν να έχουν επιλέξει το επάγγελμα που αγαπάν οι ίδιοι. Άρα με τον έναν η με τον άλλον τρόπο όλοι κάποιον μιμούμαστε. Το θέμα είναι να βρούμε τα αίτια αυτού του φαινομένου λοιπόν για να το εξαλείψουμε. Κάποια από αυτά τα αίτια αναφέρθηκαν προηγουμένως, αλλά υπάρχουν κι άλλα που ανήκουν στον εξωγενή τομέα, όπως η εμπορευματοποίηση των Μ.Μ.Ε. και η πλήρης παθητικοποίηση και αδράνεια του νου λόγω των υπερβολικών ωρών που περνάει ο κόσμος στο internet, ενώ δε θα μπορούσε να λείπει από τα αίτια αυτά κι η διαφήμιση, η οποία μέσω της πλύσης εγκεφάλου που ασκεί, κατασκευάζει είδωλα, χτίζει πλάνες και μαζί με τα προβαλλόμενα προϊόντα επιβάλλει μοντέλα συμπεριφοράς.
Ο μίμος αρχίζει αργά να γδέρνει το πλεξιγκλάς και παντού ακούγονται γδαρσίματα. Δεν μπορεί, δεν αντέχει. Κοιτάει πάνω, δεξιά, αριστερά και δεν μπορεί πνίγεται. Ο αέρας λιγοστεύει και εκείνος απλά επιζεί σ’ ένα μέχρι κάποιος να έρθει να τον απελευθερώσει. Δυστυχώς όμως, μόνο αυτός μπορεί να βρει πώς να βγει από το κουτί.
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου