H ανοιξιάτικη μέρα σβήνει σιγά-σιγά και το φεγγάρι παίρνει τη θέση του στον ουρανό. Ένας ουρανός που σκοτεινιάζοντας έχει μια μελαγχολική ομορφιά. Άδραξα την ευκαιρία και κατέβηκα βόλτα στο λιμάνι, όπου αυτή την ώρα σφύζει από ζωή. Άνθρωποι ανέμελοι, χαμογελαστοί βολτάρουν και συζητούν. Κάποιοι κάθονται στην προβλήτα με τα πόδια τους να αιωρούνται λίγο πιο πάνω από την επιφάνεια του νερού. Πολλοί πίνουν τον καφέ τους σε ένα από τα μαγαζάκια που είναι ήδη γεμάτα, ενώ κάποιοι άλλοι απολαμβάνουν τη θέα από τα παγκάκια που βρίσκονται λίγα μέτρα μακριά από τη θάλασσα.

Το νερό είναι ήρεμο και οι βάρκες σχεδόν ακίνητες. Σε ένα από αυτά τα παγκάκια κάθεσαι εσύ, δίχως συντροφιά. Σε παρατηρώ καθώς πλησιάζω. Κοιτάς τη θάλασσα με παράπονο. Έρχομαι και κάθομαι δίπλα σου. Αντιλαμβάνεσαι την παρουσία μου, αλλά δε μιλάς. Η ανάγκη και των δύο μας για κουβέντα, προφανής. Λίγες στιγμές αργότερα η σιωπή σπάει. «Πόσο όμορφη είναι η θάλασσα της ζωής», σχεδόν ψιθυρίζεις, και συνεχίζεις: «Κρίμα που χωρίς αγάπη δεν μπορεί κανείς να ταξιδέψει μέχρι το νησί της ευτυχίας».

Ξεκινάς να μου λες την ιστορία σου. Δεν πάει πολύς καιρός που πήγες να διασχίσεις αυτά τα νερά πάνω σε μία βάρκα με τον υποτιθέμενα–ιδανικό άνθρωπό σου ως συνταξιδιώτη. Ένιωθες ότι η αγάπη σου για εκείνον ήταν ανεξάντλητη και θεωρούσες ότι το ίδιο συμβαίνει και από την πλευρά του. Το ταξίδι σας ξεκίνησε γεμάτο χαμόγελα, έρωτα και υποσχέσεις. Μέχρι να βγείτε από το λιμάνι, όλα κυλούσαν ήρεμα, ιδανικά. Σιγά-σιγά, όσο ανοιγόσασταν στη θάλασσα της ζωής, οι πρώτες φουρτούνες ήρθαν.

Η βάρκα ανεβοκατέβαινε στα κύματα, το ταξίδι γινόταν επικίνδυνο, μα δεν το καταλάβαινες· αγαπούσες και θαρρούσες ότι μόνο αυτό ήταν αρκετό για να κρατήσει ασφαλή τη βάρκα σας μέχρι το νησί της ευτυχίας, είχες ξεκάθαρη άγνοια κινδύνου. Μέσα σε μία από αυτές τις φουρτούνες η βάρκα αναποδογύρισε. Βρεθήκατε κι οι δύο μέσα στο νερό. Δε σε πείραξε που κρύωνες, δε φοβήθηκες τη βαθιά θάλασσα, ο άνθρωπος σου άλλωστε ήταν εκεί.

Καταφέρατε παρέα με τα χίλια ζόρια να τη γυρίσετε ξανά και πάνω ανέβηκε πρώτα εκείνος. Του χαμογέλασες και του άπλωσες το χέρι. Δε στο έδωσε ποτέ. Απλά έφυγε στο πρώτο στραπάτσο. Ξέμεινες ναυαγός, βιώνοντας την προδοσία από τον άνθρωπο που αγαπούσες. Μήνες ολόκληρους πάλεψες, παραλίγο να πνιγείς, μα τελικά τα κατάφερες, και βγήκες κάπως στη στεριά. Σήμερα, κοιτούσες πάλι την ίδια θάλασσα. «Μόνο αν αγαπηθείς και αγαπήσεις διασχίζεται αυτή η θάλασσα», μου λες και συνεχίζεις: «Μα η αγάπη αργεί». Τότε με κοιτάς για πρώτη φορά. Η ερώτηση σου κοφτή, σαν μαχαιριά, γεμάτη παράπονο: «Θα έρθει τελικά;».

Σε κοιτώ στα μάτια διαβάζοντας μέσα σου πως πιστεύεις ότι η αγάπη τελικά θα έρθει, όσο κι αν νιώθεις ότι άργησε ήδη αρκετά. Καταλαβαίνω ότι το χαστούκι που δέχτηκες ήταν ηχηρό, ενώ η προδοσία του ανθρώπου που αγαπούσες σχεδόν σε έπνιξε στα βαθιά νερά της ζωής. Κι όμως πάλεψες με τα κύματα και κατάφερες να σωθείς. Κι όταν ορθοπόδησες, εδώ πάλι σε αυτό το παγκάκι επέστρεψες και έκατσες να αγναντεύεις την ίδια θάλασσα, με τη σκέψη σου καρφωμένη στο νησί της ευτυχίας.

Σε καταλαβαίνω, σε νιώθω. Βλέπεις γύρω σου ανθρώπους να ευτυχούν, να πορεύονται αγαπημένοι, κι εσύ μένεις με τη μοναξιά σου, να περιμένεις. Φυσικά και χαίρεσαι για την ευτυχία τους, άλλωστε φίλοι και γνωστοί σου είναι αυτοί που ευτυχούν, όμως, νιώθεις τον χρόνο επικίνδυνα να περνάει. Να κυλάει, κι εσύ να μένεις στο παγκάκι αυτό, μέχρι να έρθει εκείνο το χέρι, το ξεχωριστό, η ψυχή που θα σε κοιτάξει στα μάτια της καρδιάς και θα σου φωνάξει: «Φύγαμε», κι αυτομάτως θα διαλύσει οποιοδήποτε φόβο ή ανησυχία.

Την καρδιά, που αυτή τη φορά θα σε αγαπήσει πραγματικά, θα απλώσει το χέρι για να σε σηκώσει, να σε βάλει πάλι σε εκείνη τη βάρκα για το ταξίδι προς το νησί της ευτυχίας κι όταν έρθουν οι φουρτούνες, θα σε κρατήσει σφιχτά στην αγκαλιά της μέχρι να πέσετε μαζί στο νερό. Γιατί θα πέσετε, αυτό είναι δεδομένο, στα βαθιά νερά της ζωής. Κι όταν καταφέρετε να φέρετε τη βάρκα στα ίσα, πρώτα θα κοιτάξει να ανέβεις εσύ, θα τον νοιάξει να σωθείς εσύ πρώτα, γιατί χωρίς εσένα δε θα θέλει να σωθεί κι εκείνος. Ουσιαστικά, η σωτηρία του ενός, θα είναι η σωτηρία του άλλου.

Θα αγαπηθείς, θα δεις, γιατί το αξίζεις. Όσα κι αν πέρασες, η φλόγα της αγάπης καίει ακόμα μέσα σου. Σχεδόν πνίγηκες, μα εκείνη δε σβήστηκε. Σε σαγηνεύει τόσο έντονα η βαρκάδα σε αυτή τη θάλασσα που λέγεται ζωή, επιθυμείς τόσο έντονα να νιώσεις τον αμοιβαίο πόθο, που δε γίνεται τελικά να μην τα καταφέρεις. Κάποια στιγμή θα δεις και εσύ τη στεριά της ευτυχίας. Μόνο μη χάσεις την πίστη σου. Θα φτάσεις στην ακτή. Να κλείνεις τα μάτια και να σκέφτεσαι πως πλησιάζεις. Να τ’ ανοίγεις και να λες πως κοντεύεις. Κοίτα πόσο προχώρησες ήδη. Τα δύσκολα έχουν μείνει πίσω, και ήταν ένα καλό μάθημα να συνειδητοποιήσεις πως η αγάπη θέλει δύο, όχι έναν.

Κάθε απόγευμα, λοιπόν, εσύ που αποδεδειγμένα ξέρεις να αγαπάς, να παίρνεις παρέα το χαμόγελό σου και την ελπίδα σου και να έρχεστε σε αυτό το παγκάκι. Να κάθεσαι με ηρεμία και να απολαμβάνεις τις ομορφιές της καθημερινότητας, το ηλιοβασίλεμα, τους ανθρώπους, τη θέα της θάλασσας. Να ζεις την κάθε στιγμή, όπως κάνουμε παρέα σήμερα, τώρα. Και πάντα μέσα σου να κρατάς τη θετική σκέψη ότι κάθε απόγευμα θα είναι εκείνο το απόγευμα που θα σου αλλάξει τη ζωή. Θα έρθει το ξεχωριστό αυτό απόγευμα που ο έρωτας θα εμφανιστεί με τη μορφή ενός συντρόφου, που η αγάπη του δε θα σου αφήσει περιθώριο αμφισβήτησης. Θα σε αρπάξει, θα σε αγκαλιάσει, και μαζί θα ξεκινήσετε το ταξίδι προς την ευτυχία, στηρίζοντάς σε σε κάθε δυσκολία, σε κάθε κίνδυνο.

Το φεγγάρι έχει πια πάρει τη θέση του στον ουρανό, κι εσύ με κοιτάς με χαμόγελο. «Καλά τα λες», αναφωνείς. Μα κάπου εδώ ήρθε κι η ώρα για να φύγω. Είχα βεβαιωθεί ότι η φλόγα της αγάπης δεν είχε σβηστεί από την καρδιά σου, άλλωστε γι’ αυτό ήρθα να σε βρω. Καθώς σε αφήνω, κι ενώ έχω απομακρυνθεί, μου φωνάζεις: «Θα έρθει, έτσι;». Γυρνάω και σε κοιτάω υπενθυμίζοντάς σου για μία φορά ακόμα: «Φυσικά, για αυτό οφείλεις να την περιμένεις!». Σταματάω μια στιγμή. Χαμογελάω. «Πάντα η αγάπη έρχεται στο τέλος!».

Συντάκτης: Κωνσταντίνος Κιχώτης
Επιμέλεια κειμένου: Μάιρα Τσιρίγκα