Μια από τις πιο χρησιμοποιούμενες λέξεις σε συζητήσεις περί σχέσεων είναι η «χημεία».  Έχουμε όλοι το ίδιο στο μυαλό μας όταν την εκφέρουμε; Όχι απαραίτητα. Όπως και για κάθε άλλο αφηρημένο όρο, καλό είναι να δηλώνουμε σε τι αναφέρεται όταν τον χρησιμοποιούμε στο πλαίσιο μιας άποψης. Αν με ρωτάς, λοιπόν, θα ήθελα να σε κάνω να δεις τη «χημεία» ως κάτι παραπάνω από τη «συμβατότητα».

Σίγουρα για να δώσαμε σε αυτή την έννοια έναν όρο που παραπέμπει σε επιστήμη, αυτό δεν ήταν πολύ τυχαίο. Διότι πράγματι για να νιώσουμε την αίσθηση της χημείας μ’ ένα πρόσωπο, προϋποτίθεται μια εντελώς διαφορετική και πολύ ειδική βιολογική βάση, μια αλχημεία ορμονών στον εγκέφαλό μας. Ωστόσο, ούτε βλέπουμε ούτε νιώθουμε τις αλλαγές και τις λειτουργίες των χημικών ουσιών. Έχουμε απλά μια αίσθηση που, κατ’ εμέ, είναι μια ανεξήγητη έλξη και ταύτιση σε πνευματικό και σωματικό επίπεδο.

Οπότε το ζήτημα είναι ποια ερεθίσματα πυροδοτούν αυτές τις εγκεφαλικές αλλαγές και μας κάνουν να νιώθουμε έτσι. Φυσικά, το να ανακαλύπτουμε σε έναν άνθρωπο πράγματα που μας εντυπωσιάζουν θα προκαλέσει πιθανότατα μια έλξη και μια χαρά να συναναστρεφόμαστε μαζί του. Επίσης, το να βρίσκουμε ομοιότητες στον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς μας με ένα άτομο κάνει τον κοινό μας χρόνο απολαυστικό. Συν τοις άλλοις, τα κοινά ενδιαφέροντα μπορούν να μας φέρουν πιο κοντά και να αποτελέσουν δυνατό συνδετικό κρίκο. Η χημεία, λοιπόν, μπορεί να έχει και μια γεύση συμβατότητας, σε όλα ή σε κάποια επίπεδα.

Πιθανότατα να έχεις βρεθεί πρωταγωνιστής ή να σου ‘χουν διηγηθεί μια περίπτωση σαν την παρακάτω. Μιας γνωριμίας που κατέληξε μ’ έναν άνθρωπο να μιλάει για απίστευτη χημεία κι έναν δεύτερο να νιώθει αυτό που λέμε «πέρασε και δεν ακούμπησε». Τι έκανε όμως τον πρώτο να καταλήξει σ’ αυτό το συμπέρασμα; Θα λέγαμε πως μάλλον δίνει μεγάλη βάση στα κοινά που μπορεί να έχουν μεταξύ τους και σίγουρα στο γεγονός πως το άλλο άτομο εμφανίζει πολλά χαρακτηριστικά που τον γοητεύουν. Όπως βλέπουμε, ωστόσο, αυτό δεν αρκεί για να υπάρχει πραγματική χημεία. Ίσως η επιθυμία του για το άλλο πρόσωπο να ενεργοποίησε αντιδράσεις στον οργανισμό του που μοιάζουν με αυτές της χημείας, να ένιωσε έλξη που την μπέρδεψε για χημεία. Εφόσον, μάλιστα, η έλξη προκαλείται από συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που συνειδητά ή υποσυνείδητα αναζητούμε στο άλλο πρόσωπο, είναι πολύ εύκολο να πέσουμε στην παγίδα να επικαλούμαστε βαθύτερες συνδέσεις για να δείξουμε στο άλλο άτομο το πώς νιώθουμε και να τον κάνουμε να αντιληφθεί το ίδιο από μεριάς του. Ή ακόμα κι η επιθυμία να βιώσουμε την εμπειρία της πραγματικής χημείας να μας ωθεί να την ψάχνουμε σε κάθε μας νέα γνωριμία. Γενικότερα, ένας άνθρωπος που επιδιώκει να υπάρχει χημεία, εύκολα παρασύρεται ότι τη βρήκε.

Η χημεία ωστόσο δεν εκβιάζεται, ούτε προκαλείται, ούτε μεθοδεύεται. Πάνω απ’ όλα, η χημεία είναι αμοιβαία από την πρώτη στιγμή. Αν κι οι δύο πλευρές δεν νιώθουν την ίδια σύνδεση, δεν είναι κάτι παραπάνω από έναν ενθουσιασμό του ενός ατόμου, για λόγους που δεν είμαστε σε θέση να κρίνουμε. Βέβαια, η χημεία έχει πολλές αποχρώσεις. Δεν είναι απαραίτητο, λοιπόν, πως και οι δύο θα νιώσουν ερωτική χημεία. Μπορεί η μια πλευρά να βιώνει την χημεία με τη φιλική της χροιά.

Ένα όμως είναι το δεδομένο• ότι και οι δυο νιώθουν μια σύνδεση. Αυτή την αίσθηση πως όταν βρίσκεστε μαζί κάπου, όλα είναι αυτόματα καλύτερα. Αυτό που ένα βλέμμα ή μια κίνηση αρκεί για να καταλάβει ο ένας τον άλλον. Χωρίς απαραίτητα να έχετε καιρό γνωριμίας στο ιστορικό σας και κυρίως, χωρίς να σημαίνει αποκλειστικά ότι μιλάμε για δύο ανθρώπους ταιριαστούς και όμοιους. Αυτό που ο άλλος χωρίς να γνωρίζει, ξέρει πώς να σε κάνει να νιώσεις καλύτερα, πώς να γελάσεις. Αυτό που θα σε κάνει να πιστέψεις σε θεωρίες για μετενσαρκώσεις -γιατί, δεν μπορεί, έχετε ζήσει μαζί και σε άλλες ζωές, δεν εξηγείται αλλιώς η ενέργεια που ένιωσες από την πρώτη στιγμή που βρεθήκατε, και θα σε κάνουν να πιστεύεις λίγο παραπάνω στο ότι όλα είναι σχεδιασμένα από κάπου- γιατί είναι σαν να πήρες ένα κομμάτι που σου έλλειπε πίσω.

Υπάρχουν τόσες περιπτώσεις ανθρώπων που ενώ είναι εμφανής η χημεία μεταξύ τους, συναντάμε μονόπλευρους έρωτες. Αλλά ακόμα και στην περίπτωση του αμοιβαίου, δεν είναι δεδομένο ότι αυτό θα καταλήξει σε σχέση, πόσο μάλλον ότι, αν αυτή προκύψει, θα ‘ναι και πετυχημένη.  Πολύ απλά, διότι ενώ η χημεία είναι το βασικότερο για να αποφασίσουμε να συμπορευθούμε μ’ έναν άνθρωπο και να πιστέψουμε πως θα είναι για πάντα, η ζωή πολλές φορές αποδεικνύει πως τα εμπόδια είναι πολλά, ώστε το «για πάντα» να μη διαρκεί πάντοτε για πάντα.

Ένα είναι όμως το σίγουρο. Πως οι άνθρωποι με τους οποίους θα νιώσουμε αυτή την αμφίπλευρη χημεία, θα αφήσουν έντονο αποτύπωμα στη ζωή και την ψυχή μας. Κι όποιες κι αν είναι οι συνθήκες, πάντα θα τους κουβαλάμε κάπου μέσα μας.

 

Συντάκτης: Νίκη Φαρδιά
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου