

Είναι αυτό το παράξενο. Που σαν βλέπεις κάποιον, στην αρχή ίσως η όψη του να μη σε τραβά. Ίσως και να σε χαλάει. Κι έπειτα, καθώς τον βλέπεις και τον ξαναβλέπεις, δε σε ενοχλεί πια, ίσως και να σου αρέσει. Είναι αυτό που λέμε συνήθεια. Όταν κάτι επαναλαμβάνεται συνεχόμενα για μεγάλο διάστημα, εισέρχεται στη σφαίρα της συνήθειας, ακόμη κι αν αρχικά δεν ήταν ευχάριστο. Η συνήθεια, λοιπόν, είναι βασικός παράγοντας για όλα όσα αντέχουμε κι όλα όσα δεν μπορούμε ν’ αποχωριστούμε.
Και δεν είναι μόνο η συνήθεια. Είναι η όψη μερικών ανθρώπων που σαν την αντικρίσεις, συμβαίνουν περίεργα πράγματα στο κεφάλι σου. Είναι αυτές οι παράξενες αλχημείες μεταξύ ορμονών και χημικών ουσιών. Αλυσιδωτές αντιδράσεις κι εκκρίνεται οξυτοκίνη και ντοπαμίνη και σεροτονίνη. Και δεν ξέρω πώς ακριβώς λειτουργούν δαύτες, αλλά δημιουργούν αίσθημα χαράς, ευφορίας, αγάπης. Και φτιάχνουν ένα δέσιμο με τον άλλο άνθρωπο. Και συνδυασμός συναισθήματος και συνήθειας κάνουν το δέσιμο πιο δυνατό. Μόνο μ’ αυτό το δέσιμο μπορείς να αντέξεις κι αυτό το δέσιμο δεν μπορείς να το αποχωριστείς.
Και μόνο η όψη αυτών των ανθρώπων είναι ικανή να πυροδοτήσει αυτές τις χημικές αντιδράσεις του μυαλού. Λειτουργεί όπως ο εθισμός. Νιώθεις αυτή την ευχαρίστηση, η οποία ενεργοποιείται όταν εκκρίνονται οι ορμόνες αυτές κι έτσι για να νιώθεις όλο και πιο συχνά αυτή την ευχαρίστηση επιδιώκεις να τους συναντάς συχνότερα.
Και φυσικά η όψη δεν περιορίζεται μόνο σ’ αυτό που βλέπεις. Γιατί οι άνθρωποι δεν είναι μια εικόνα. Όλες οι αισθήσεις φτιάχνουν μια οντότητα. Και στην αρχή τον βλέπεις κι έπειτα τον ακούς και τον αγγίζεις. Κι οι αισθήσεις γίνονται στιγμές. Μιλάς κι ακούει, μιλάει κι ακούς. Συζητάτε, συμφωνείτε και διαφωνείτε. Κι ανταλλάζετε ματιές κι αγκαλιές στα εύκολα και στα δύσκολα. Κι όλα αυτά μαζί μπλεγμένα, ορμόνες, χημικές ουσίες, αισθήσεις δημιουργούν ένα κοκτέιλ, ένα μαγικό ελιξίριο της ζωής σας.
Βλέπεις, λοιπόν, πόσο σημαντικό είναι να υπάρχουν όλα αυτά ώστε να υπάρχει ο άλλος. Κι αν κάτι από αυτά λείψει δε θα ‘ναι το ίδιο. Αν απουσιάζει για ένα διάστημα η όψη, αρχίζεις να νιώθεις την έλλειψη. Σου λείπει και είναι δύσκολο ν’ αντέξεις. Οι ορμόνες αυτές δεν εκκρίνονται ή εκκρίνονται πιο σπάνια και λιγότερο. Η επιθυμία εντείνεται. Είναι σαν την εξάρτηση που σε οδηγεί να ζητάς απεγνωσμένα τη δόση σου.
Και η απουσία γεννά ανάγκη, προσμονή. Γι’ αυτό, σαν η απουσία λήξει και πάρεις επιτέλους μια τζούρα είναι λες και ξαναγεννιέσαι. Γι’ αυτό δεν αντέχουμε καιρό μακριά απ’ τους ανθρώπους που αγαπάμε. Και μας λείπει η όψη, η μορφή τους, μα και η φωνή και το άγγιγμα. Γι’ αυτό όταν είμαστε μακριά δεν αρκεί μια κλήση στο τηλέφωνο. Μας δίνει πολύ λίγα. Επιδιώκουμε έστω μια βιντεοκλήση. Μας δίνει τόσο δα περισσότερα.
Η απόσταση κι η απουσία σαν έρχονται και φεύγουν και κρατούν για λίγο, τότε δεν αλλάζουν τίποτα απ’ το συναίσθημα, παρά το κρατούν σε εγρήγορση. Μα όπως όλα, έτσι κι αυτά, αν κρατήσουν πολύ μπορεί να γίνουν συνήθεια. Είναι τόσο που η έλλειψη φέρνει αρχικά παρενέργειες κι έπειτα από ένα διάστημα σταματά να ‘ναι πια έλλειψη. Δε θες πια να πάρεις μια τζούρα. Ή μάλλον θες, αν είχες την ευκαιρία θα το έκανες, αλλά μιας και πέρασε καιρός, έγινε πια πιο πολύ ανάμνηση παρά προσμονή.
Μάτια που δε βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται; Μπορεί.
Μάτια πάντως που βλέπονται δε λησμονιούνται γρήγορα.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου