

Με μια γρήγορη αναδρομή στον χρόνο, βρισκόμαστε περίπου στην ηλικία των 5 ετών. Κοντοστούπικα, στρουμπουλά και γλυκούτσικα. Καθόμαστε στο δωμάτιό μας, στο πάτωμα, μαζί μ’ έναν φίλο μας. Ας τον ονομάσουμε Γιαννάκη. Ο Γιαννάκης, λοιπόν, περιχαρής ήρθε να παίξουμε. Φόρεσε και το καλό του το πουλόβερ με τον Spiderman. Όπως καθόμαστε και παίζουμε οικογένεια, μας λέει όλο νάζι: «Τέλειο δεν είναι το πουλόβερ μου;». Τον κοιτάμε με ύφος «you talking to me?» κι απαντάμε αστραπιαία: «Εγώ έχω ένα πιο ωραίο.» Τι να πει ο δυστυχής, προσπαθεί να το υποστηρίξει με κάνα δυο επιχειρήματα που απορρίπτουμε στη στιγμή κι έπειτα συνεχίζει ήσυχα το παιχνίδι.
Αυτή είναι μια πρώτη επαφή με την ανάγκη μας να ξεχωρίσουμε. Κι η ηλικία αυτή, τα χρόνια πριν πάμε σχολείο, είναι η κατ’ εξοχήν ηλικία της προσπάθειάς μας να υπερτερήσουμε έναντι των άλλων. Να αυτοπροσδιοριστούμε και ν’ αποκτήσουμε τη δική μας ξεχωριστή ταυτότητα. Είναι η ηλικία της αδιάκοπης μίμησης. Κι έτσι, προσπαθώντας να μιμηθούμε τους μεγάλους, οι οποίοι είναι στα μάτια μας τέλειοι, αγωνιζόμαστε ώστε να γίνουμε ακόμα τελειότεροι από ‘κείνους. Εξού και η ανταγωνιστικότητα κι οι τσακωμοί. Δεν υπάρχει μάζωξη νηπίων δίχως γκρίνια και κλάματα.
Ας επιστρέψουμε στο σήμερα. Τα λέγαμε τις προάλλες, μετά τη δουλειά, με τη φίλη μας, τη Μαρία. «Πώς σου φαίνεται, βρε Μαράκι, αυτό το πουκάμισο; Ωραίο, δεν είναι; Είναι καινούριο.» Κοιτά καλά-καλά από πάνω μέχρι κάτω το Μαράκι, παίρνει ύφος Σοράγιας απ’ τη «Μαρία της γειτονιάς» και λέει: «Δε θέλω να το πάρεις στραβά, αλλά νομίζω πως είναι αρκετά στενό και σε κάνει να φαίνεσαι παχύς.» Μας υποχρέωσε το Μαράκι. Κι εκεί που νιώθαμε Μπραντ Πιτ μέσα στην καινούρια πουκαμισιά, τώρα νιώθουμε σαν φάλαινα που φοράει το πουκάμισο του Μπραντ Πιτ. Το πιο εκνευριστικό, όμως, είναι αυτό το «δε θέλω να το πάρεις στραβά». Και πώς να το πάρω, ίσια; Να μου πεις, τι έπρεπε να πει, ψέματα; Όχι, αλλά πες έστω «αυτό που φορούσες την άλλη φορά, νομίζω σου πήγαινε καλύτερα.».
Όπως και να ‘χει, αυτό το «δε θέλω να το πάρεις στραβά» γυρίζει και ξαναγυρίζει στο μυαλό. Είναι σαν να εννοούσε «θέλω να το πάρεις στραβά.» Αντίστοιχα, κι άλλες τέτοιες φράσεις του τύπου «δε θέλω να σε προσβάλλω», «με συγχωρείς για το θάρρος», «μη με παρεξηγήσεις» είναι σαν να φωνάζουν το ακριβώς αντίθετο. Θέλουν να προσβάλλουν, δεν τους νοιάζει καθόλου να τους συγχωρήσεις για το θάρρος, χέστηκαν -με το συμπάθιο- αν τους παρεξηγήσεις. Είναι μια επιτηδευμένη ευγένεια, η οποία χρησιμοποιείται για να σερβιριστεί καλύτερα η αγένεια.
Κι αυτή η ανάγκη για αγένεια και προσβολή, αλήθεια από πού πηγάζει; Ας θυμηθούμε λίγο τον Γιαννάκη και το πουλόβερ του και πώς το μειώσαμε προσπαθώντας να προβάλλουμε ως καλύτερο το δικό μας πουλόβερ. Είναι η ανάγκη για διάκριση. Αν το δούμε φροϋδικά το ζήτημα, νιώθουμε καλύτερα με τα ελαττώματά μας, όταν θεωρούμε πως κι οι άλλοι έχουν τα ίδια ελαττώματα με μας. Όταν, λοιπόν, θεωρούμε ότι έχουμε παχύνει και νιώθουμε άσχημα γι’ αυτό, ίσως να πούμε και στη φίλη μας πως πάχυνε για να νιώσουμε καλύτερα.
Το υφάκι Σοράγιας, λοιπόν, δεν είναι προϊόν πραγματικής κακίας κατά πάσα πιθανότητα, αλλά αποτέλεσμα μιας πληγωμένης αυτοεκτίμησης που προσπαθεί με δόλιους τρόπους να ανελιχθεί. Φυσικά σ’ αυτή την κατάσταση υπάρχει μια τόση δα τοξικότητα, αφού ο ένας προσπαθεί να ρουφήξει την αυτοεκτίμηση του άλλου για να ενισχύσει τη δική του.
Και γυρνάμε πάλι στα νήπια. Τότε, λοιπόν, που προσπαθούσαμε να αποδείξουμε πως το δικό μας πουλόβερ ήταν καλύτερο, έπρεπε μια μαμά ή ένας μπαμπάς να μας πει πως όλα τα πουλόβερ είναι εξίσου καλά και θα πρέπει ο καθένας ν’ αγαπά το δικό του ως ξεχωριστό, αλλά να σέβεται και των άλλων παιδιών ως εξίσου ξεχωριστά. Χωρίς παρεξήγηση.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου