

Ίσως στο πατρικό σπίτι. Σ’ ένα πατάρι, μια αποθήκη, στο ψηλότερο ράφι μιας βιβλιοθήκης, στο κάτω μέρος μιας ντουλάπας, σ’ ένα κουτί. Εκεί. Εκεί κλειδαμπαρωμένη και ξεχασμένη όλη μας η εφηβεία. Όλα όσα κάποτε ήταν όλος μας ο κόσμος τώρα είναι ένα σκονισμένο καταχονιασμένο κουτί.
Μικρές αναλαμπές οδηγούν στην αναζήτησή του. «Μαμά, θυμάσαι που έχω βάλει εκείνο το κουτί;». Κι η μαμά βρίσκει άλλη μια ευκαιρία για να πει: «Πάλι ξέχασες πού έβαλες τα πράγματά σου;». Μετά από λίγο, βέβαια, στο βρίσκει και στο φέρνει με το γνωστό ύφος.
Το κουτί ανοίγει. Λες και μπήκες σε μια μηχανή του χρόνου και βρέθηκες στην εποχή όποτε τα κορίτσια κυκλοφορούσαν με μάτι τίγκα στο αϊ-λάινερ και φρύδι σχεδόν ανύπαρκτο από το βγάλε-βγάλε και τα αγόρια με φαρδιά κατεβασμένα παντελόνια που άφηναν μέρος του πισινού και του μποξερακίου ακάλυπτο. Κάνουν τις πρώτες τους δουλειές για χαρτζιλίκι. Σκισμένα τζιν και τσιγάρα. Αφάνες, μαλλί μπανάνα, φράτζες. Απελευθέρωση, λουλούδια, χίπις. Λίνκιν παρκ, μπιτλς, σέικ, τουίστ και Μανώλης Χιώτης.
Όποια κι αν είναι η εποχή σου, η εφηβεία είναι κοινή. Αβέβαιο μέλλον, το οποίο ποσώς σε ενδιαφέρει, μα οι γονείς σου σε πιέζουν να το προσχεδιάσεις. Οι γονείς, μια φυλακή απ’ όπου θέλεις να αποδράσεις. Ξεσπάς στα μαλλιά, στα ρούχα. Κλείνεσαι στο δωμάτιο με τη μουσική στη διαπασών. Λείπεις ώρες ατέλειωτες απ’ το σπίτι. Ψάχνεις για προσωρινές δουλειές για να βγάλεις λίγα δικά σου χρήματα που θα εξασφαλίσουν τις πρώτες στιγμές πραγματικής ελευθερίας. Ονειρεύεσαι, δοκιμάζεις, εξερευνείς, παραφέρεσαι, ερωτεύεσαι.
Στο κουτί βλέπεις ένα τετράδιο. Είναι ένα παλιό ημερολόγιο. Μέσα γράφεις με κάθε λεπτομέρεια για εκείνη τη μέρα που τσακώθηκες με τους γονείς σου γιατί δε σε άφηναν να πας χωρίς εκείνους διακοπές. Παντού υπάρχει γραμμένο το όνομα «Γιώργος», «Ελένη», «Νικόλας», «Ιωάννα» και γύρω ζωγραφισμένες καρδιές. Είναι ένα σημειωματάριο. Μέσα γράφεις σκέψεις. Γράφεις όλα όσα ήθελες να πεις στη Βασιλική, στον Γιάννη, στη Μαρία. Είναι ένα λεύκωμα. Ερωταπαντήσεις για ποιον αγαπάς, για το αγαπημένο σου συγκρότημα και τραγούδι.
Ίσως κάποιες σελίδες να ‘χουν κιτρινίσει. Όπου έχεις γράψεις με μολύβι έχει λίγο σβηστεί. Βλέπεις γραμμένα ονόματα που σε κάνουν να χαμογελάς. Κι εκεί που γράφεις για τη γιαγιά και τον παππού ίσως διαβάζοντάς το να βουρκώσεις. Ζωγραφισμένα σκίτσα σου και σκέφτεσαι μήπως να ξαναρχίσεις τη ζωγραφική. Απορείς με τα τραγούδια που άκουγες. Ντρέπεσαι για τον τρόπο που περιγράφεις τον πρώτο σου έρωτα. Θυμάσαι κι αυτόν τον καθηγητή που δε χώνευες κι εκείνη την αγαπημένη σου καθηγήτρια. Σελίδες γεμάτες ζωή.
Το κουτί κλείνει κι επιστρέφει στη θέση του. Εκεί. Μέχρι να το χρειαστείς ξανά. Μέχρι να νιώσεις πάλι την ανάγκη να γυρίσεις για λίγο πίσω. Καμιά φορά στα δύσκολα θέλουμε να γυρίσουμε πίσω. Θέλουμε εκείνη την εφηβεία που το μόνο που μας ένοιαζε ήταν τα όνειρα, η μουσική μας κι οι βόλτες. Εκείνη την εφηβεία που όχι απλώς κάναμε όνειρα, μα πιστεύαμε και πως μπορούμε να τα πραγματοποιήσουμε. Εκείνη την εφηβεία που ταυτόχρονα μας κάνει να χαμογελάμε και να βουρκώνουμε σαν την σκεφτόμαστε.
Γυρίζοντας πίσω καμιά φορά παίρνουμε δύναμη για να προχωρήσουμε μπροστά. Κι αυτή η δύναμη κρύβεται σ’ αυτή τη χαμένη εφηβεία μέσα σε ένα σκονισμένο κουτί.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου