

Ακούγεται ένας δυνατός θόρυβος. Και μουσική. Τρέχεις στο σαλόνι και βλέπεις πως ξέχασες την τηλεόραση ανοιχτή. Παίζει μια ταινία που δεν έχεις ξαναδεί. Έχει ωραίους ηθοποιούς κι εντυπωσιακές εικόνες. Φαίνεται ενδιαφέρουσα ιστορία. Πηγαίνεις στο ψυγείο, παίρνεις ό, τι βρεις μπροστά σου για να φας κι επιστρέφεις γρήγορα στον καναπέ. Θα τη δεις μέχρι το τέλος.
Κι η ταινία ήταν όντως καλή. Ξενύχτησες λίγο παραπάνω βέβαια και μετά από μια κουραστική μέρα έγινε λίγο το κεφάλι σου καζάνι, μα χαλάλι της. Την επόμενη μέρα τη συζητάς με όλους και τους προτρέπεις να τη δουν. Εκείνοι με τη σειρά τους σου προτείνουν άλλες. Κάποιες σου κάνουν ιδιαίτερη εντύπωση από την περιγραφή. Κι έτσι το σίγουρο είναι ένα· κι αυτό το βράδυ θα περάσει μπροστά απ’ την οθόνη.
Αυτό έχουν οι ταινίες. Έχουν φτιαχτεί για να σε τραβούν. Χρώματα, εικόνες, μουσική, δράση, αγωνία. Και κάπως έτσι έχουν δημιουργηθεί όντως αριστουργήματα από δεξιοτέχνες σκηνοθέτες που έχουν αναδείξει με περίτεχνο τρόπο όλες τις πτυχές της ζωές. Σεναριογράφοι έχουν δημιουργήσει ευφάνταστα σενάρια που κρατούν το ενδιαφέρον μέχρι τελευταία στιγμή. Έχουν ασχοληθεί με ζητήματα που προβληματίζουν, συγκινούν, προκαλούν γέλιο.
Μια ταινία φαίνεται να ‘ναι μια εύκολη επιλογή για ένα μοναχικό βράδυ ή για την παρέα. Ανάλογα με τη διάθεση, επιλέγεις αν θες να κλάψεις, να γελάσεις, να φοβηθείς, να προβληματιστείς και πατάς το play. Κι αν ακολουθήσει και συζήτηση και δεις πόσο διαφορετικά εξέλαβε ο καθένας αυτά που είδε, η εμπειρία της θέασης γίνεται ακόμα καλύτερη.
Μα η ταινία είναι ταινία- προφανώς! Είναι όλα έτοιμα, προσχεδιασμένα. Η εικόνα και η μουσική σε καθοδηγούν για το πώς θα νιώσεις έστω σε κάποιο βαθμό. Τα πρόσωπα των ηρώων τα βλέπεις, καθώς και τα ρούχα τους και το σπίτι τους και το αυτοκίνητό τους. Κι ο ρυθμός είναι συγκεκριμένος. Δεν μπορείς να παρακολουθήσεις την ταινία με τον δικό σου ρυθμό, γιατί αν πατήσεις pause και την ξαναξεκινήσεις σίγουρα θα έχεις χάσει κάτι απ’ την ατμόσφαιρα. Η φαντασία σου μπορεί να λειτουργήσει στο ελάχιστο, γιατί είναι όλα εκεί μπροστά σου έτοιμα.
Θυμάμαι γονείς και δασκάλους που επέμεναν τόσο για τα βιβλία. Φαίνονταν συχνά βαρετά. Ειδικά όταν η ιστορία ενός βιβλίου είχε γίνει και ταινία, η επιλογή ήταν ξεκάθαρη. Ακόμα κι εκεί φαίνεται να επιλέγουμε την εύκολη λύση, το έτοιμο. Κάποτε, όμως, θα έπιασες στα χέρια σου ένα βιβλίο. Κι ας σταθούμε σ’ αυτό. Έχουμε κι εκεί ενδιαφέρουσες ιστορίες, ήρωες που μας ταξιδεύουν, μας προβληματίζουν, μας συγκινούν. Μα έχουμε και πολλά άλλα που μια ταινία δεν μπορεί να προσφέρει.
Διαβάζεις ένα βιβλίο με τον ρυθμό σου. Όπου κι αν θέλεις, όποτε κι αν θέλεις. Κι όσα διαβάζεις κάνουν τη φαντασία σου να καλπάζει. Και φαντάζεσαι εικόνες κι ανθρώπους. Και σε όσα λένε, σε όσα κάνουν, βρίσκεις και κάτι από σένα ή κάτι από κάποιον που ξέρεις ή κάτι που ποτέ δε συνάντησες κι όλα αυτά σου δημιουργούν μια αλυσίδα σκέψεων.
Κι έτσι αποκτάς μια ακόμη ματιά για τον κόσμο. Αποκτάς περισσότερες γνώσεις, ιδέες. Αναπτύσσεται η συναισθηματική σου νοημοσύνη, μα ακόμα και η αυτοπεποίθησή σου και η ικανότητα να θέτεις στόχους τους οποίους προσπαθείς να επιτύχεις. Κι όλα αυτά διαβάζοντας ιστορίες άλλων που, όμως, είναι τόσο κοντά με δική σου με κάποιο τρόπο. Και πέρα απ’ αυτά, το διάβασμα ηρεμεί, χαλαρώνει, μειώνει το αίσθημα της μοναξιάς. Παράλληλα που μια ταινία μπορεί με όλα αυτά τα φαντασμαγορικά που σου δείχνει να κουράσει τα μάτια και το μυαλό σου.
Ένα βιβλίο θέλει χρόνο, θέλει συγκέντρωση. Είναι μια πιο δύσκολη επιλογή από μια ταινία. Μα στην ησυχία του και στην εσωστρέφειά του μπορούμε να χαθούμε και να ανακαλύψουμε έναν καινούριο κόσμο, ο οποίος μπορεί να μας κρατήσει περισσότερο από έναν εξωστρεφή κόσμο που θα μας δώσει εύκολα μια ταινία.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου