

«Τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;» ρωτά η γιαγιά, η θεία, ο νονός, ο κομμωτής, ο μπακάλης στη γωνία κι η κουτσή Μαρία. Λες και το ελληνικό λεξιλόγιο είναι φτωχό και δεν μπορούν να βρουν κάτι άλλο να ρωτήσουν. Λες και τους έπιασε πρεμούρα τι δουλειά θα κάνει όταν μεγαλώσει ο κάθε μπόμπιρας. Κι ο μπόμπιρας τους κοιτά καλά-καλά με τις ματάρες του και σπεύδει να απαντήσει όλα αυτά τα φανταχτερά που του ‘χουν βάλει στο κεφάλι. Γιατρός, δικηγόρος, αρχιτέκτονας.
Κι έπειτα ξεκινά η κουβέντα για το πανεπιστήμιο. Άλλο και τούτο. Μιλάμε σε μια σταλιά σκατά για ένα μέρος που ούτε καταλαβαίνουν τι είναι και, αν πάνε, θα πάνε μετά από πολλά χρόνια. Προσπερνάμε, δηλαδή, τόσα άλλα που προηγούνται, όπως το να μάθει γράμματα το παιδί, ας πούμε, και ξεκινάμε να τους μιλάμε απ’ όταν είναι τριών χρονών για πτυχία κι επαγγέλματα.
Και κάπως έτσι, τα παιδιά μεγαλώνουν έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού τους πως ο ύψιστος σκοπός της ζωής τους είναι το πανεπιστήμιο κι η δουλειά. Κι όχι οποιαδήποτε δουλειά. Μια δουλειά με κύρος. Γιατί το δικό μας το παιδί είναι το καλύτερο, το πιο έξυπνο, το πιο ικανό. Πρέπει, λοιπόν, να καταπιαστεί με κάτι αντάξιό του. Δε μας νοιάζει τι θα κάνει η Ελενίτσα, ο Νικολάκης, η Τασούλα. Αυτοί ας κάνουν ό,τι θέλουν, άλλωστε το μυαλό τους δεν τους βοηθά. Το μυαλό του παιδιού μας, όμως, κρίμα να πάει χαμένο.
Κι έρχεται αυτή η τρισκατάρατη ώρα των πανελλαδικών. Και το δικό μας το παιδί για να μπει στη σχολή που θέλει –ή, μάλλον, που θέλουμε!– πρέπει να ξεσκιστεί στο διάβασμα. Να κλειστεί στο σπίτι, να χάσει κάθε επαφή με τον έξω κόσμο, να βγάλει ρίζες. Κι όσο πιο πολλές ρίζες βγάζει, τόσο πιο πολύ φουσκώνουμε από περηφάνια για το μελετηρό βλαστάρι μας.
Κουτσά-στραβά κάπου μπαίνει το δόλιο. Και να η συγκίνηση, να τα κλάματα, να τα τραπέζια, να τα τηλεφωνήματα. Εμφανίζονται να ευχηθούν θείες που ούτε ήξερες πως υπάρχουν. Για ένα διάστημα κάθε δεύτερη λέξη των γονιών είναι η λέξη «πανεπιστήμιο». Όλοι είναι χαρούμενοι κι ικανοποιημένοι σαν να ‘ναι δικό τους κατόρθωμα. Σαν εκείνοι να πηγαίνουν να σπουδάσουν. Σαν εκείνοι να πάνε να γίνουν γιατροί και δικηγόροι κι αρχιτέκτονες και καθηγητές. Ίσως και να ‘θελαν, εδώ που τα λέμε.
Και το πανεπιστήμιο ξεκινά. Είναι κάποιοι τυχεροί που θα λατρέψουν αυτό που διάλεξαν για να καταπιαστούν. Είναι κι οι άλλοι, όμως, που θα βλαστημήσουν την ώρα και τη στιγμή που έβαλαν αυτή την κωλοσχολή στο μηχανογραφικό. Άλλοι θα τελειώσουν στην ώρα τους, άλλοι θα σπουδάζουν για καμιά δεκαετία, άλλοι δε θα τελειώσουν ποτέ. Το σίγουρο είναι ένα. Οι περισσότεροι θα ‘ρθει η ώρα που θα βρεθούν με ένα επάγγελμα που δεν τους κάνει ευτυχισμένους.
Και πώς, άλλωστε, να ‘σαι ευτυχισμένος με κάτι που δεν έχεις επιλέξει ελεύθερα; Γιατί, να ξέρεις, πως σχεδόν όλες μας οι επιλογές, ακόμα κι αν δε φαίνεται, μας έχουν με κάποιο τρόπο επιβληθεί απ’ τους άλλους. Όταν από μικρό παιδί σε ρωτούν όπου σταθείς κι όπου βρεθείς τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις, λογικό είναι να πιεστείς, να αγχωθείς και να βιαστείς να επιλέξεις.
Το επάγγελμα δεν είναι παίξε-γέλασε. Κατέχει το μεγαλύτερο μέρος της καθημερινότητάς μας. Και φυσικά είναι ζωτικής σημασίας για βιοποριστικούς λόγους. Εκτός αν η οικογένειά σου είναι ζάπλουτη και δουλεύεις από χόμπι. Μια λάθος επιλογή καριέρας θα μπορούσε να ‘ναι καταστροφική για τη ζωή σου. Βέβαια, επειδή συνέβη ένα λάθος δε σημαίνει πως δεν μπορεί και να διορθωθεί. Αλλαγή πορείας. Νέες σπουδές. Νέες προοπτικές. Αργά δεν είναι ποτέ για να κάνεις αυτό που αγαπάς. Θέλει πολύ κόπο, όπως το οτιδήποτε, αλλά είναι εφικτό. Κι επιβάλλεται αν πρόκειται να κάνει τη ζωή σου πιο όμορφη.
Μια τόσο κρίσιμη επιλογή γίνεται τόσο νωρίς. Γίνεται από παιδιά. Παιδιά που πρέπει να παίξουν, να κατουρηθούν πάνω τους, να χτυπήσουν το πόδι τους, να κλάψουν, να τσακωθούν, να μάθουν γράμματα, να ερωτευτούν. Ας γίνει κάθε πράγμα στον καιρό του, λοιπόν. Το δικό μας το παιδί είναι το πιο καλό, το πιο έξυπνο, το πιο ικανό, γι’ αυτό ας το αφήσουμε τώρα να παίξει και τον δρόμο του θα τον βρει.
Η σωστή απάντηση στην ερώτηση «Τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;» είναι «Δεν ξέρω, είμαι παιδί!».
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη