Παλαιοπωλεία και χαϊμαλιά. Γοητευτικά ξεφτισμένα βιβλία, περασμένα από κάθε λογής χέρια. Χέρια που τα εκτίμησαν και χέρια που τα άφησαν παρατεταμένα για καιρό. Βόλτες με αθλητικά παπούτσια και φαρδιά αέρινα ρούχα. Υπέροχα φθαρμένοι τοίχοι με συνθήματα να σκεφτείς ή να χαζέψεις. Ξαφνικές στάσεις σε vintage μαγαζάκια, για δύο-τρία ρακόμελα. Έτσι, για ν’ ανοίξεις τις τσάντες με τα ψώνια σου ξανά και να σχολιάσεις. Μυρωδιές που ξετρυπώνουν από ταβερνάκια, για να ‘ρθουν στις μύτες μας και να μας μπερδέψουν ανάλαφρα, γιατί συνοδεύονται από ανεμελιά. Λαμπατέρ με εμπριμέ υφάσματα φωτίζουν, από μια άλλη εποχή, τα κρυστάλλινα ποτήρια μας.

Κι είναι κι αυτοί οι τύποι που πιάνουμε την κουβέντα μέσα στα παλαιοπωλεία, με τις ερωτεύσιμες κι επιβλητικές λατέρνες. Σ’ αυτούς τους τύπους κατοικεί το πνεύμα της παλιάς Αθήνας. Ξέρουν να μας κρατούν ώρα μέσα στο μαγαζί τους, ενώ ακούραστα όλο και κάποια ταραχώδη ιστορία λησμονιάς έχουν να μας εξιστορήσουν. Εκείνη τη στιγμή, οι λατέρνες, τα σουβενίρ, τα στριμωγμένα και σκούρα έπιπλα, ενσαρκώνονται στα μάτια μας. Το πνεύμα τους ζωντανεύει φανερά. Οι βόλτες συνεχίζονται κι η περιέργειά μας ξυπνά.

Μερικά ραντεβού και κάποιες συναντήσεις δε θα μπορούσαν να συμβούν αλλού, παρά μόνο εκεί. Μεταξύ άχρονης κι υπερβατικής πραγματικότητας. Στην παλιά, μα διόλου ξεπερασμένη ή ντεμοντέ, Αθήνα μας. Μερικά ραντεβού διψούν για περιπλανήσεις που δε θα περιέχουν τα κλισέ. Ένα δείπνο σε εστιατόριο, ένας καφές ή ένα σινεμά μοιάζουν τελευταία επιλογή. Μερικοί άνθρωποι βιώνουν αυτή την παλιά Αθήνα σαν κάτι μαγικό, που είναι πάντα προσβάσιμο. Και το μαγικό δε βιώνεται ποτέ σαν συνήθεια. Κάθε φορά είναι η πρώτη φορά. Σαν να φορούν αυτοί οι άνθρωποι νέα μάτια και να ξέρουν το μυστικό του πώς γίνεται κάτι τέτοιο. Συνειδητά το κάνουν. Το αποφασίζουν. Το οργανώνουν, κι ας έχουν μια απαιτητική ρουτίνα.

Ίσως στην επόμενή μας περαντζάδα να χωθούμε σ’ ένα από αυτά τα μαγαζάκια που θυμίζουν την ταινία του Γούντι Άλεν «Μεσάνυχτα στο Παρίσι». Ξέρετε. Εκεί που ο πρωταγωνιστής μπαίνει στην άμαξα κάθε βράδυ στις 12 τα μεσάνυχτα και ταξιδεύει σε όλες τις εποχές της παλιάς Γαλλίας. Λοιπόν, θαρρώ πως σε ‘κείνο το μαγαζάκι το χέρι μας θα επιλέξει τυχαία το οπισθόφυλλο ενός παλιού βιβλίου που θα λέει: «Ο χρόνος ξεμυαλίστηκε τόσο πολύ με τα θρασύτατα κι αλήτικα στενάκια της Αθήνας, που από γινάτι πήγε κι έκανε μυστική συμφωνία με τους θεούς. Οι διαπραγματεύσεις ήταν σκληρές. Ο χρόνος απαίτησε μία εξαίρεση στους νόμους του, για εκείνα τα πεισματάρικα κι απείθαρχα σοκάκια. Ζήτησε απ’ τους θεούς αλλαγή στον ένα και μοναδικό κανόνα που τον διέπει: πως πάντα θα τρέχει με μία συγκεκριμένη ταχύτητα. Νόμος ανυπέρβλητος για όλους. Οι θεοί στην αρχή γέλασαν, γιατί πολύ απλά ήταν γελοίο να ζητηθεί να αλλάξει η μοναδική σταθερά του σύμπαντος, κι εκείνος τους ζήτησε πριν πάρουν την τελική τους απόφαση να πάνε μαζί του μία βόλτα στην παλιά κι εναλλακτική Αθήνα. Κι εκείνοι πήγαν.»

Τι πιστεύετε πως συνέβη; Πηγαίνετε μια βόλτα, και το αν οι θεοί έκαναν αυτή την εξαίρεση, το απαντούν οι αισθήσεις μας, κάθε δευτερόλεπτο, καθώς εκείνες εγκλωβίζονται αβίαστα στον χωροχρόνο. Όσο για τους Θεούς, εκείνη η βόλτα ήταν μόνο η αρχή…

 

Συντάκτης: Πάολα Ανδριωτάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη