

Κλέβει απ’ το χρώμα σου ο ουρανός
κι εγώ γέρνω στη βρεγμένη γη.
Μήτρα αιώνια που μας γέννα το χώμα, η αρχή και το τέλος μας
κι εγώ ανακριβής με τον χρόνο φιλώ το νωπό χώμα όπως φιλώ τα μάτια σου,
όπως ξεδιψώ στα υγρά σου χείλη.
Σ’ αυτό το νερό και το χώμα ζεις και πατάς επάνω του με βήμα ελαφρύ.
Καταμεσής του χρόνου σκορπάς το χαμόγελό σου σε απάτητα στενά
κι εγώ σαν γη δική μου σε ορίζω,
αφού άλλος τόπος πέραν από σένα να σταθώ δε μένει.