Αν ήταν να απαριθμήσουμε τις πέντε πιο ερωτικές φωνές της παγκόσμιας μουσικής σκηνής, σίγουρα μέσα σε αυτές θα ήταν και η φωνή εκείνη του Leonard Cohen. Τραγούδησε τον έρωτα και κάθε του τραγούδι αποτέλεσε και μια ωδή στην αγάπη και σε εκείνη τη γλυκιά μελαγχολία που προκαλεί. Οι στίχοι του άκρως ερωτικοί, όμως εκείνη η βελούδινη χροιά της φωνής του ήταν το στοιχείο που τον έκανε τόσο ερωτικό τραγουδοποιό.

Ο Leonard Cohen, γεννήθηκε στο Μόντρεαλ του Καναδά στις 21 Σεπτεμβρίου του 1934. Με ρίζες από την Πολωνία και τη Λιθουανία και έχοντας στις φλέβες του εβραϊκό αίμα, ήρθε πολλές φορές αντιμέτωπος με τον ρατσισμό και αποτέλεσε άλλη μια πηγή έμπνευσης για τους στίχους του, μιας και μπορεί να έγινε γνωστός για τους ερωτικούς του στιχουργικούς του προσανατολισμούς, όμως δεν ήταν λίγες οι φορές που έθιγε κοινωνικοπολιτικά ή και θρησκευτικά ζητήματα καθώς βίωσε ουκ ολίγες φορές τον αντισημιτισμό. Όντας φοιτητής ακόμα στο πανεπιστήμιο Mc Gill, ξεκίνησε την καλλιτεχνική του πορεία ως συγγραφέας και ποιητής.

Το 1954 ήταν η χρονιά που άρχισε να εκδίδει τα ποιήματά του. Ωστόσο η πρώτη του ολοκληρωμένη ποιητική συλλογή εκδόθηκε δυο χρόνια μετά, με τίτλο “Let Us Compare Mythologies” και αποτέλεσε τον πρώτο τόμο μιας σειράς συλλογών που εξέδιδε το πανεπιστήμιο. Λόγω του μικρού αριθμού των αντιτύπων του, το βιβλίο αυτό σήμερα αποτελεί ένα σπάνιο και συλλεκτικό κομμάτι, η αξία του οποίου ξεπερνάει τα 1000 δολάρια. Το 1963 εκδίδει το πρώτο του μυθιστόρημα “The Favorite Game”, ενώ ακολουθεί το 1966 το δεύτερο του με τίτλο “Beautiful Losers” που πραγματεύεται ερωτικά θέματα που θεωρούνταν ταμπού για την εποχή εκείνη. Το ριζοσπαστικό όμως ύφος και η γλαφυρή του διήγηση, κεντρίζει το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού και ο Cohen γίνεται πλέον παγκοσμίως γνωστός συγγραφέας. Δε σταμάτησε ποτέ να γράφει βιβλία, παράλληλα με τη μουσική του πορεία.

 

 

Η μουσική του διαδρομή ξεκίνησε σχετικά τυχαία. Ο Cohen είχε γράψει το τραγούδι του “Suzanne” το 1966 και το πρότεινε στη διάσημη τραγουδίστρια της Folk, Judi Colins να το ερμηνεύσει. Αυτή ενθουσιασμένη αποδέχτηκε την πρόταση και το τραγούδι έγινε μεγάλη επιτυχία. Έτσι ο Cohen άρχισε να γίνεται γνωστός και ως συνθέτης. Μετά τη γνωριμία του με τον καλλιτεχνικό μάνατζερ John Hammond που τον προέτρεψε να ασχοληθεί και με το τραγούδι, αλλά και την πρώτη του επί σκηνής εμφάνιση στο Newport Folk Festival, έναν χρόνο μετά ηχογράφησε τον πρώτο του δίσκο “Songs Of Leonard Cohen”. Ο Cohen είχε πια κατακτήσει και τη μουσική σκηνή.

Εγκατεστημένος πλέον στην Αμερική και φεύγοντας από τον Καναδά αφιερώθηκε στην τέχνη του. Από αυτόν τον πρώτο του δίσκο μέχρι και τον τελευταίο του που ηχογραφήθηκε το 2016 και τιτλοφορήθηκε με το όνομα “You Want It Darker” που επίσης έγινε δεκτός με μεγάλο ενθουσιασμό από το κοινό, άφησε μεγάλες μουσικές επιτυχίες τόσο σε δική του ερμηνεία όπως το πασίγνωστο “Dance me to the end of Love” όσο και σε ερμηνείες άλλων μεγάλων φωνών που τραγούδησαν δικά του κομμάτια όπως από τη Nina Simone και το “To love somebody” μέχρι και τον Nick Cave και το “Avalanche” και τους REM και το “First We Take Manhattan”.

Αξίζει να σημειωθεί πως ο Leonard Cohen είναι ένας από τους τραγουδοποιούς που τα τραγούδια του έχουν διασκευαστεί περισσότερο από αυτά οποιουδήποτε άλλου. Ο ίδιος πραγματικά το απολάμβανε και ποτέ δεν αντιτάχθηκε σε καμία από τις διασκευές που γίνονταν. Όπως ο ίδιος είχε δηλώσει τον χαροποιούσε το γεγονός πως κάποιος μπήκε στη διαδικασία να διασκευάσει ένα δικό του τραγούδι και πολλές φορές κάποια από αυτά ήταν καλύτερα από τα πρωτότυπά του.

Ο Leonard Cohen έφυγε στις 7 Νοεμβρίου του 2016 αφήνοντας πίσω του ένα τεράστιο μουσικό έργο. Ένας άνθρωπος που γεννήθηκε για να γίνει καλλιτέχνης. Με χαρακτηριστική βελούδινη φωνή που ακούγοντάς την αμέσως καταλαβαίνεις ποιος είναι ο ερμηνευτής. Και είναι ο ερμηνευτής αυτός που έκανε τον πόνο της αγάπης να φαντάζει υποφερτός. Που κάνει τον έρωτα να γίνεται πιο δυνατός. Είναι ο ερμηνευτής αυτός που τα ερωτευμένα ζευγάρια πάντα θα στροβιλίζονται αγκαλιασμένα σε έναν χορό μέχρι το τέλος της αγάπης.

Συντάκτης: Δημήτρης Ευσταθιάδης
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου