Όλοι μας γνωρίζουμε τον όρο μπούλινγκ: μια ψυχολογική ή ακόμα και σωματική μορφή επιβολής προς άτομα που για κάποιο λόγο στο δικό μας μυαλό θεωρούμε κατώτερα. Συνήθως το συναντάμε εντός των ορίων του σχολείου, γι’ αυτό κι έχει επικρατήσει ο όρος «σχολικός εκφοβισμός». Στην πραγματικότητα όμως, συναντάται σε όλες τις μορφές σχέσεων που αλληλεπιδρούν διαφορετικά άτομα μεταξύ τους. Σε μια ερωτική σχέση ή σε μια οικογένεια επίσης συναντάται με τον χαρακτηρισμό του ενδοοικογενειακού καθεστότος, ενώ υπάρχει και ειδική ορολογία για τον εκφοβισμό που ασκείται μέσα στο εργασιακό περιβάλλον˙ είναι το λεγόμενο “mobbing”.

Το γεγονός πως έχει δική του ορολογία το φαινόμενο αυτό, θα πρέπει να μας κάνει ν’ ανησυχούμε. Συνήθως ονοματίζουμε καταστάσεις που είναι συχνές. Έτσι λοιπόν και με το mobbing είναι ένα πολύ συχνό φαινόμενο ανάμεσα σε συναδέρφους, προϊσταμένους και υφισταμένους ή διευθυντές και κατώτερα στελέχη. Οι μελέτες που έχουν γίνει αναφέρουν πως πάνω από το 80% των εργαζομένων έχει πέσει έστω και μια φορά στη ζωή του θύμα mobbing από κάποιον με τον οποίο δουλεύουν μαζί, ποσοστό που είναι εξαιρετικά υψηλό.

Ας δούμε όμως λίγο πιο αναλυτικά τι ακριβώς είναι το mobbing. Αρχικά, βγαίνει από την αγγλική λέξη “mob” που σημαίνει «περικυκλώνω». Σύμφωνα με τον ψυχολόγο Heinz Leymann είναι η εχθρική επικοινωνία, που δε συνάδει με τους ηθικούς κανόνες επικοινωνίας που έχουν θεσπίσει οι σύγχρονες κοινωνίες, η οποία όμως είναι σε συστηματικό επίπεδο κι όχι μεμονωμένο φαινόμενο. Το άτομο που υφίσταται το mobbing νιώθει αβοήθητο και σ’ αδύναμη θέση σε σχέση με το πρόσωπο που χρησιμοποιεί αυτή την τεχνική. Η ψυχολόγος Marie France Hirigoyen το πήγε ένα βήμα παρακάτω. Σύμφωνα με εκείνη ο όρος περιλαμβάνει οποιαδήποτε καταχρηστική συμπεριφορά, ανεξάρτητα με τον τρόπο που αυτή εκδηλώνεται -λόγια, πράξεις, γραπτά μηνύματα ή ακόμα και βλέμματα ή γλώσσα του σώματος- που μπορεί να μειώσει την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια, τη σωματική ή ψυχική ακεραιότητα ενός προσώπου και κατά την άσκηση της οποίας τίθεται σε κίνδυνο η εργασιακή ικανότητά του.

Αυτή μπορεί να έχει τη μορφή ταπεινωτικής συμπεριφοράς, διαφορετικής μεταχείρισης σε άτομα της ίδιας ομάδας, υπερβολικής πίεσης, χρήσης ακατάλληλων για τον εργασιακό χώρο λέξεων και φράσεων που μειώνουν το άτομο, προσβολές, συνεχείς μετακινήσεις χωρίς την έγκριση του ατόμου που μετατίθεται, εντολές που δεν έχουν καμία σχέση με το εργασιακό αντικείμενο ή ακόμα κι εξαναγκασμός εργασίας σε χώρο ακατάλληλο για το σκοπό αυτό.

Οι έρευνες που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια δίνουν ξεκάθαρα κι άκρως ανησυχητικά αποτελέσματα. Στο όνομα της οικονομικής κρίσης το φαινόμενο αυτό αποκτά τερατώδεις διαστάσεις. Στο φόβο μιας απόλυσης, το θύμα του εργασιακού εκφοβισμού εξαναγκάζεται να υποστεί καθημερινούς εξευτελισμούς. Θύτες είναι συνήθως άτομα με εξουσία που είτε τους έχει δοθεί από κάποιον ανώτερο είτε την έχουν πάρει από μόνοι τους, καθώς πιστεύουν πως υπερτερούν για κάποιο λόγο έναντι των συναδέρφων τους, κάνοντας κατάχρηση της θέσης τους, μειώνουν και προσβάλλουν το θύμα προς τέρψη του εγωισμού τους και της ανασφάλειάς τους. Συνήθως ο ανταγωνισμός κι ο φόβος του «θα μου φας εσύ τη θέση», πυροδοτεί τέτοιες καταστάσεις.

Από την πλευρά των επιχειρήσεων, δύο είναι τα φαινόμενα: είτε δεν παίρνουν είδηση τι ακριβώς συμβαίνει -πολλοί εργοδότες δεν αναγνωρίζουν καν τη συμπεριφορά αυτή ως προς στους υπαλλήλους τους κι απλά το βαφτίζουν «κίνητρο για καλύτερη απόδοση»- είτε γνωρίζουν μια χαρά τι ακριβώς συμβαίνει κι απλώς κλείνουν τα μάτια ή επειδή δε θέλουν ή επειδή δεν μπορούν να κάνουν κάτι για την εξάλειψη του φαινομένου.

Αυτό όμως που δε λαμβάνουν υπόψη τους οι επιχειρήσεις είναι πως ο πιο αποδοτικός υπάλληλος είναι ο ευτυχισμένος. Κάποιο άτομο που νιώθει ικανοποιημένο με την εργασία του, λαμβάνει την αναγνώριση που του αξίζει κι εργάζεται σε ένα ειρηνικό κι ήρεμο περιβάλλον αποδίδει πολύ καλύτερα από κάποιον που αναγκάζεται να εργαστεί, που μπορεί να κλαίει συχνά -είτε φανερά είτε στα κρυφά-, που υποφέρει από σωματικούς πόνους, πονοκεφάλους και πόνους στο στομάχι κατά κύριο λόγο, από την πίεση και να νιώθει κατώτερος από αυτό που αποδίδει. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που άτομα που υφίστανται ψυχολογική βία στον εργασιακό χώρο εμφανίζουν ψυχολογικά σύνδρομα και δεν είναι αμελητέες οι περιπτώσεις που οι καταστάσεις ξέφυγαν από τη λογική και το θύμα είτε τερμάτισε τη ζωή του είτε πήρε το νόμο στα χέρια του και στράφηκε εναντίων των καταπιεστών του, ίσως και μοιραία.

Εάν νιώθεις έστω και στο ελάχιστο πως έχεις μπει στο στόχαστρο κάποιου ατόμου από το εργασιακό σου περιβάλλον, το πρώτο που θα πρέπει να κάνεις είναι να μιλήσεις. Μίλα σε κάποιον ανώτερο ή σε κάποιο άτομο που σε στηρίζει. Εφόσον κοινοποιείς το πρόβλημα, ο εργοδότης σου οφείλει να προχωρήσει στην επίλυσή του. Είτε είναι στο μυαλό σου -να παρεξηγείς δηλαδή κάποια λεγόμενα ενός συνεργάτη- είτε όντως υφίσταται σοβαρό θέμα, εφόσον εσύ αισθάνεσαι άβολα με μια κατάσταση, ο ανώτερός σου έχει υποχρέωση να κάνει τα πάντα προκειμένου να νιώσεις πιο ήρεμος κι ασφαλής. Εάν δεν εισακουστείς, σειρά έχει ο συνδικαλιστικός φορέας στον οποίο υπάγεται η εργασία σου. Εκεί θα σε συμβουλέψουν πώς να κινηθείς και φυσικά εφόσον θα έχεις κοινοποιήσει το πρόβλημα, ακόμα και να χάσεις τη δουλειά σου μπορεί να θεωρηθεί ως αναίτια απόλυση και να έχεις το δικαίωμα να κινηθείς νομικά εναντίον της επιχείρησης. Τέλος, η Επιθεώρηση Εργασίας θα σταθεί στο πλευρό σου για τα όποια βήματά σου.

Η νομική οδός δεν είναι πάντα η καλύτερη βέβαια, πολυέξοδη και χρονοβόρα, αλλά εάν θεωρείς πως αξίζει, πως εκτός από τον εαυτό σου θα σώσεις και μερικούς άλλους, σημερινούς ή μελλοντικούς σου συναδέρφους, μην το σκεφτείς καθόλου. Η εύκολη λύση είναι η παραίτηση κι η αναζήτηση νέας εργασιακής στέγης. Κάτι τέτοιο όμως σημαίνει πως το βάζεις στα πόδια και μπορεί είτε να σου συμβεί ξανά στο μέλλον είτε κάποιος άλλος να πάρει τη θέση σου, όχι μόνο τα projects σου. Το φαινόμενο αυτό συνεχίζει και υπάρχει γιατί κανείς δεν μιλάει. Όσο περισσότεροι μιλήσουμε, θα έχουμε βάλει ένα λιθαράκι στο φρενάρισμα αυτής της κατάστασης. Δεν είναι ντροπή, ούτε στιγματίζεσαι. Είσαι υπάλληλος κι ως υπάλληλος έχεις δικαιώματα που τα διεκδικείς. Κι οφείλεις να διεκδικείς το δικαίωμά σου στην εργασιακή αξιοπρέπεια.

Συντάκτης: Ελίνα Μυζίθρα
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου