Γράφει η Ελένη Γκίκα.

 

Περί έρωτος, λοιπόν, και θα κρατήσω το λόγο μου. Περί έρωτος, αλλά με λοξή ματιά. Όπως θα πρέπει να κοιτάς ή ν’ αναφέρεσαι σ’ ό,τι για σένα υπήρξε Φωτιά, επειδή δεν μπόρεσες να το δεις Φως, τελικά.

Περί έρωτος, και με τον τρόπο της «Λίλιθ» [εκδόσεις Καλέντη, 2014.]

Δηλαδή, ξώφαλτσα και σεβαστικά αλά Ρολάν Μπαρτ, με «Αποσπάσματα του ερωτικού λόγου». Όπως το έθεσε, δηλαδή, ο γέρων Πορφύριος, «απαλά-απαλά».

«Αγαπάς σημαίνει κάνεις ένδοξο έναν άνθρωπο. Είναι η μόνη δόξα που θα βρει στη ζωή του». Περί έρωτος και με λόγια δανεικά. Με ό,τι δεν είσαι, αγαπώντας εκείνον που ποτέ δεν υπήρξε και επί τω προκειμένω με λόγια του Γιώργου Χειμωνά.

Με τέτοια χάρτινα κόλπα πια ερωτεύομαι [αλλά μπορεί και έτσι ακριβώς εξ αρχής να ερωτευόμουν]. Και με λόγια δανεικά. Περί έρωτος και με της Λίλιθ, δυο- τρία τραυματικά αστεία περιστατικά.

Περιστατικό πρώτο:

Είναι Πέμπτη και είναι εφτά χρονών.

Κατεβαίνει απ’ τη σκάλα του πλυσταριού. Σ’ όλη την ταράτσα απλωμένα λευκά − σαν θάλασσα με τα κατάρτια μεσίστια και τα πανιά απλωμένα. Αρχή καλοκαιριού κι έχει καύσωνα. Τίποτε δεν κινείται, αλλά εκείνη είναι παιδί και δεν της λέει η ακινησία τίποτε. Η Λίλιθ μόλις εφτά χρονών· και είναι ευτυχισμένη.

Από ένα ράδιο ένα τραγούδι ακούγεται στη διαπασών. Παντού το πάει ο άνεμος· και η Λίλιθ, μικρό κοριτσάκι, πιάνει τον εαυτό της να το σιγοτραγουδά:

Μη μου κλείνεις τα μάτια με τα χέρια.

Σ’ αγαπάω μα πάω να δω τ’ αστέρια.

Εκείνη τη στιγμή, αλλά ακριβώς αυτή τη στιγμή, επιλέγει ο Γιαννάκης να απλώσει τις παλάμες στα μάτια της. Μια μεταξένια τύφλωση· και ξαφνικά ούτε πανιά, ούτε ορίζοντας, ούτε κι η θάλασσα της μπουγάδας. Μονάχα το τραγούδι που παίζει ανάποδα, αυτή με τα μάτια κλειστά· και, ξαφνικά, ούτε και σκάλα.

Στην κατρακύλα τους, βέβαια, η σκάλα ξαναφάνηκε. Σε σαρανταπεντάρι και αργά.

Πώς διαστέλλεται ο χρόνος και πόσα πολλά χωρά η μια στιγμή!

Κατόπιν το σκέφτηκε αυτό, όποτε θυμόταν το σπάσιμό της, το καλοκαιριάτικο πρωινό, το τραγούδι που δεν το ξέχασε ποτέ και του Γιαννάκη τα χέρια.

Ο Γιαννάκης, που παρεσύρθη στην πτώση της, έσπασε το δεξί πόδι. Η Λίλιθ τ’ αριστερό χέρι· που ασυναίσθητα έβαλε ανάμεσα στο κεφάλι της και στο σίδερο του υπογείου σαν μαξιλάρι προστατευτικό. Το άκουσε να κάνει κρακ − ακόμα το θυμάται εκείνο το κρακ και ανατριχιάζει. Και μετά, μια γλυκιά χαύνωση. Επιτέλους, σταμάτησε η πτώση. Και μετά, ένας οξύς πόνος. Και μετά, γύψος. Και μετά, ένας κουτσός Γιαννάκης, αφόρητα προστατευτικός.

«Λίλιθ, θα γίνεις γυναίκα μου, τ’ ακούς; Σ’ αγαπάω!»

Για κείνο το καλοκαίρι −αλλά και το φθινόπωρο, θα μπορούσε να πει κανείς− έγιναν το ανέκδοτο της γειτονιάς: «Ο Γιαννάκης με το σπασμένο πόδι που αγαπά τη Λίλιθ με το σπασμένο χέρι!» Αλλά εκείνο το καλοκαίρι υπήρξε για τη Λίλιθ και το πρώτο τραύμα του έρωτα. Του έρωτα που ξεκίνησε με μια θανατηφόρα συνάντηση με έναν Κεραυνό και έφτασε ένα καλοκαιριάτικο πρωινό να σημαίνει για κείνη ένα σπασμένο χέρι ή πόδι […]

Περιστατικό δεύτερο:

«Πόσες φορές θα σου το πω, άλλαξα! Έγινα άλλη κι άλλαξα ζωή!»

Κι εκείνος εκεί να επιμένει: «Όμως, τα ρούχα σου χορεύουν!»

«Δεν ξαναπαίζω φλάουτο με τη σπονδυλική μου στήλη», θα ’θελα να του πω. Ό,τι είναι να γράψω θα βρίσκεται σ’ εκείνο που ήδη έχει συντελεστεί.

«Μεγάλωσα πια, πώς να σ’ το πω! Το θεωρώ, άκομψο; Παράταιρο; Ανόητο; Πώς να σ’ το πω πια, το περιφρονώ σαν είδος, για να σου γράψω ερωτικό! Δεν το μπορώ! Και έρωτας με παραγγελιά γίνεται; Δε γίνεται!»
«Δεν ερωτεύτηκες ποτέ;»
«Ναι! Τα χαλάσματα και τα μάρμαρα»
«Και την Αιώνια Επιστροφή; Πώς μπόρεσες να τη γράψεις τότε;»
«Δεν ήταν έρωτας αυτό. Ήταν η αρρώστια του έρωτα».
«Υπάρχει έρωτας για σένα που να μην είναι αρρώστια;»
«Υπάρχει λογοτεχνία για σένα που να μην είναι αγορά;»
«Δεν το καταλαβαίνεις; Δε θα’ναι ρομάντζο από σένα, θα είναι πληγή».
«Προτιμώ πια τις πληγές της γης απ’ τις δικές μου· εξάλλου, είναι πιο σοφές αυτές της ιστορίας. Ξαναδιαβάζω Μεσαίωνα, κάτι μου κάνει μια ιστορία με μάγισσες και ιεροεξεταστές».
«Κι οι εραστές μάγοι είναι».
«Κι εσύ ανήκεις στους ιεροεξεταστές!»
«Είπες ναι;»
«Κατάλαβέ το, ένας έρωτας είναι ζωτικό ψεύδος για αφελείς. Σε ποιόν θα είχε να πει κάτι μια ερωτική ιστορία;» […].

Μα κοίτα με, είμαι σαράντα χρονών γονάτισα πια, δεν έχω υπαρξιακά κενά δεν του το είπα· συνήθως πριν από μας εκείνος ξέρει ό,τι είναι να ξέρει για μας».

Για να το γράψει, θα πρέπει να ξαναθυμηθεί ό,τι αγωνίζεται να ξεχάσει.

Το περιστατικό τρίτο (και φαρμακερό) :

«Στυλίτη! Αυτό τηνε κάνει ο έρωτας! Κι αυτό το είχε καταλάβει από μικρή. Ο έρωτας και οι λέξεις, στυλίτη! Και στήλη άλατος!

Κι όμως, αυτή θα επιθυμούσε να γίνει στήλη φωτός!

Πώς να του το πει; Αυτό που δεν αντέχει με τίποτε, είναι η ελπίδα και η αναμονή του. Και το αναπόφευκτο πέρας!

Είναι δεκαεφτά χρονών κι έξω μαίνεται το καλοκαίρι. Κάποιος πουλά καρπούζια, ακούει που παίζουν στη διπλανή αλάνα κάτι παιδιά. Τα τζιτζίκια τρελάθηκαν − άραγε ξέρουν; […]

Το ραντεβού ήταν σε ένα μικρό πανδοχείο έξω απ’ την πόλη, στο δάσος σχεδόν. Ήταν ακριβώς όταν έφτασε η ώρα μία.

Τον είδε να χαιρετά, έφεξε το άσπρο πουκάμισο σαν Θεία Χάρις στο μαύρο σκοτάδι, τον είδε να κάνει δυο βήματα, κι ύστερα, όλος φλόγα στο τρίτο, δίχως άχνα, να καίγεται χωρίς να μιλά. Και δεν άφησε τίποτε. Ούτε φωτιά στο δάσος, ούτε στα γύρω δέντρα.

Μόνο ένα κιλό στάχτη, έτσι που ν’ αμφιβάλει ακόμα. Είναι δεν είναι η στάχτη αυτός; Ήρθε ή δεν ήρθε; Κι εκείνο το άσπρο πουκάμισο τίνος ήταν που τη χαιρέτησε έξω από το πανδοχείο νύχτα, στη μία ακριβώς, για να της μείνει η αμφιβολία μετά μια ζωή;»

Όμως, κάτι μέσα μας, όλα τα ξέρει. Και «Το γράμμα που λείπει» και το ανέφικτο του έρωτα, και τα παιχνίδια που παίζουμε με τον εαυτό μας και τον Κανένα. Κι ας το κλείσουμε και πάλι με την «Λίλιθ», μπορεί κάτι να ξέρει: Κεντρική ιδέα, πες το και δίδαγμα- περιστατικό:

Περί έρωτος; Ε λοιπόν, δόξα των Θεώ, γέρασα πια!

Η Ελένη Γκίκα είναι συγγραφέας.