

Καθημερινά, έχουμε μια τάση να μιλάμε για τον εαυτό μας. Πολλές φορές μας ρωτούν για το «ποιοι είμαστε εμείς», τι μας αρέσει, με τι ασχολούμαστε ή πώς θα μπορούσαμε να λύσουμε μια κατάσταση. Πολλές φορές αναφερόμαστε για το άτομό μας με πολλούς τρόπους, λοιπόν, και σε διαφορετικές συνθήκες. Άλλες φορές με θυμό, με αγάπη, με απογοήτευση ή ακόμα και σαρκασμό. Το χιούμορ, σε ορισμένες των περιπτώσεων, δεν μπορεί να λείπει.
Λίγες είναι οι φορές που έχουμε ακούσει κάποιον να μιλά για τον εαυτό του πέρα από το «εγώ είμαι» και το «εγώ κάνω». Είναι όμως κι εκείνοι που χρησιμοποιούν το τρίτο ενικό για ν’ αναφερθούν στους ίδιους. Σε ένα πρώτο ψυχογράφημα των εν λόγω προσωπικοτήτων, οι άνθρωποι που μιλούν για τον εαυτό τους, δηλώνοντάς τον ως «άτομο» ή στο τρίτο ενικό, δείχνουν πως σκέφτονται κι αντιλαμβάνονται ό,τι τους συμβαίνει ως εξωτερικοί παρατηρητές. Αυτός ο τρόπος παρουσιάζει μια δυναμική του χαρακτήρα τους, αφού μπορεί να είναι σημάδι υψηλής αυτοεκτίμησης κι αυτοπεποίθησης.
Είναι μια δήλωση πως ό,τι πρόβλημα κι αν τους παρουσιαστεί, είναι πάντοτε έτοιμοι να το λύσουν, χωρίς υπεκφυγές. Το χιούμορ σε αυτούς τους χαρακτήρες είναι αρκετά υψηλό, με μια δόση αυτοσαρκασμού. Καθώς μιλούν για τον εαυτό τους, δημιουργούν μια ψευδαίσθηση συμπεριληπτικότητας, αφού ξεφεύγουν από τον εγωκεντρισμό και την αυθεντία του «εγώ είμαι» ακόμα κι αν πρόκειται για παρουσίαση εαυτού και πάλι. Είναι ένας τρόπος να μιλάς για τη ζωή σου χωρίς απαραίτητα να έρχεσαι σε δύσκολη θέση ή να κουράζεις το ακροατήριο με υπερπροσωπικές τοποθετήσεις.
Παρ’ όλη όμως την αυτοπεποίθηση που δηλώνει η συγκεκριμένη παρουσία, μπορούμε να πούμε πως έχει κι αρκετές στιγμές ντροπής, μιας και σε ορισμένα θέματα επιλέγει να διατηρήσει το μυστήριο, από ό,τι την έκθεση, αφού το γ’ ενικό εκ των πραγμάτων δημιουργεί μια απόσταση. Συχνά, οι προσωπικότητες που αναφέρονται στον εαυτό τους στο πρόσωπο αυτό θέλουν να διαχωρίσουν τη θέση τους από τον εαυτό τους, προσπαθώντας να μην εμπλακούν συναισθηματικά, ή αντίστοιχα να μην έρθουν σε θέση στην οποία πρέπει ν’ αναλάβουν την ευθύνη του εαυτού τους.
Με λίγα λόγια, απέναντί μας μπορεί να έχουμε έναν κουλ τύπο, με αυτοπεποίθηση και χιούμορ, αλλά κι έναν μικρό ντροπαλό εαυτό που θα ήθελε προσοχή από εμάς. Σαφώς, όσο χιούμορ κι αν έχει κι όσο κουλ μπορεί να είναι κάποιος, άλλο τόσο μπορεί να νιώσει πίεση ή και φόβο από το πουθενά, στοιχεία που θέλει να καμουφλάρει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Σε πιο σκοτεινά ψυχολογικά μονοπάτια μπορεί να αποτελεί ένδειξη μιας διαχωριστικής διαταραχής, όπως η διαταραχή της διαχωριστικής ταυτότητας, κατά την οποία το άτομο βιώνει μια αποσύνδεση μεταξύ των σκέψεων, των συναισθημάτων και της αίσθησης του εαυτού. Η ομιλία σε τρίτο πρόσωπο μπορεί επίσης να είναι ένας μηχανισμός αντιμετώπισης για άτομα με τραύμα ή άγχος, ένα δίχτυ ασφαλείας απέναντι σε δύσκολες σκέψεις ή συναισθήματα.
Κάπως έτσι, καταλήγουμε να φιμώνουμε ή και ν’ απομακρύνουμε κάποιον στη βιασύνη μας να τον κατηγοριοποιήσουμε ως εγωπαθή ή και νάρκισσο, ωστόσο η χρήση γ’ ενικού δηλώνει πολλά περισσότερα κι όχι τόσο προφανή. Καλό είναι να σεβόμαστε κάθε προσωπικότητα και τον τρόπο που επιλέγει να εκφραστεί, εφόσον δε θίγει εμάς και τη δική μας αντίστοιχα. Αυτό είναι που μας διαφοροποιεί όλους μεταξύ μας, άλλωστε. Όταν θέλει κάποιος να μας ανοιχτεί ή να μας πει κάποια ιστορία του, ας το κάνει σε όποιο πρόσωπο θέλει.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου