Πόσες και πόσες είναι οι φορές που πονέσαμε ανυπόφορα. Δεν το αντέχαμε. Νιώθαμε τον πόνο να κατακλύζει όλο μας το είναι. Νιώσαμε πόνο από χωρισμό, από αδικία, από προδοσία φίλων, από λεκτικό πόλεμο στο σχολείο. Κι όμως θυμάσαι κάτι; Δεν μπορούσαμε να κλάψουμε. Γιατί;

Γιατί βρισκόμασταν σε μια βραδινή έξοδο, σ’ ένα οικογενειακό τραπέζι, γιατί ήμασταν μέσα στην τάξη του σχολείου. Κι όχι μόνο. Ήταν τόσες πολλές οι φορές που δεν μπορούσαμε να κλάψουμε, τόσο απλά. Ίσως από εγωισμό ή από αξιοπρέπεια. Αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν είναι όλα έτσι. Δεν είναι σωστή αυτή η λογική. Πρέπει να κλαις, να ρίχνεις το δάκρυ σου, όποτε το χρειάζεσαι.

Κι όπως λέει κι η Νατάσσα Μποφίλιου: «Και ρωτάω πώς γίνεται, το δάκρυ να μην πίνεται και ρωτάω ποια μοίρα του δίνει την αλμύρα», το δάκρυ κυλάει κι άμα κυλήσει δε γίνεται. Κι ούτε πίνεται, ούτε καταπίνεται. Δεν μπορείς να το κρύβεις και να το σταματάς για πολύ.

Θα έρθει η ώρα που σαν βόμβα θα ξεσπάσει και θα γίνει χείμαρρος που θα πάρει πολλούς μαζί. Αυτούς που σου δημιούργησαν τον πόνο και δεν το ξέρουν ή εκείνους που σε κάνουν να θέλεις να κλάψεις και δεν το γνωρίζουν.

Όπως όλα όσα νιώθουμε και πρέπει να εξωτερικεύονται και να εκφραζόμαστε, έτσι κι αυτό το συναίσθημα. Γιατί συναίσθημα είναι. Όσο πικρό κι αν είναι, δεν παύει να είναι ένα συναίσθημα.

Αν πρέπει να κλάψεις, κλάψε. Το έχεις ανάγκη εξάλλου. Κλάψε σπαρακτικά. Μην κρατηθείς καθόλου. Όσο κρατιέσαι θα μένουν μέσα σου όλα. Καμιά φορά χρειάζεται η ψυχή ένα καλό ξέπλυμα.

Θα δεις, μετά θα νιώθεις καλύτερα. Είναι τέτοια η φύση του ανθρώπου, είναι έτσι φτιαγμένος ο άνθρωπος για να κλαίει τις ώρες που πονά, έτσι φεύγει ο πόνος. Είναι ένα φάρμακο.

Θυμήσου πώς ήσουν μισή ώρα πριν κλάψεις και πώς είσαι μετά. Νιώθεις ένας αναζωογονημένος άνθρωπος. Κάτι άλλαξε πάνω σου, όπως κι αν το κάνεις. Θέλει ξέπλυμα η καρδιά σου, θέλει να κλάψεις με σπαραγμό και σε κάθε δάκρυ να θυμάσαι αυτό που σ’ έκανε να φτάσεις ως εδώ.

Και στο κλάμα ο άνθρωπος έχει μια δόση μαζοχισμού. Δηλαδή ίσως κλαίει για ένα πράγμα, αλλά σε κάθε δάκρυ μπορεί να καταφέρει να θυμηθεί άλλα είκοσι που τον πόνεσαν τις τελευταίες μέρες και δεν το είπε ούτε στον ίδιο του τον εαυτό. Εκεί είναι που πρέπει να συλλογιστεί ο καθένας και να μετρήσει τη δύναμή του, αλλά να σκεφτεί και την υγεία του, γιατί δεν κάνει καλό να κρατάς πολλά πράγματα μέσα σου.

Ίσως η ψυχή μας δε χρειάζεται αυτό το ξέπλυμα μόνο μια φορά. Για να έφτασες στο σημείο να θες να κλάψεις, πάει να πει ότι τόσο καιρό κάτι άντεχες, κάτι ανεχόσουν, κάτι κατάπινες, κάτι σε πονούσε αλλά έδινες περιθώριο στον εαυτό σου. Κρατιόσουν. Δε φτάνει ο πόνος που σου κόστισε, τον εαυτό σου γιατί τον ταλαιπωρείς; Ξέσπασε.

Δε σου αξίζει, μάτια μου, αυτός ο πόνος. Δε σου αξίζει. Άφησε τα συναισθήματά σου να εξωτερικευθούν, αφέσου και ξέσπασε. Ρίξε το δάκρυ σου, να φύγει από μέσα σου αυτό το βάρος, ν’ απελευθερωθείς απ’ τον πόνο.

 

Επιμέλεια κειμένου Μαρίας Χρυσοστόμου: Νάννου Αναστασία.

Συντάκτης: Μαρία Χρυσοστόμου