Ένα απ’ τα μεγαλύτερα λάθη που έκανα ήταν που πίστεψα σε εμάς. Ακόμα και μετά από τόσο καιρό, κάτι μοναχικά βράδια, η σκέψη σου μου χαρίζει έμπνευση και δε με αφήνει να ηρεμήσω στη μοναξιά μου.

Δεν πίστευα ποτέ ότι τα βλέμματά μας θα συγκρουστούν με αυτόν τον τρόπο, μετωπικά. Δεν μπορούσα να φανταστώ πως θα ζούσαμε μια σύγκρουση που θα ξεπερνούσε κάθε προηγούμενο. Μα ακόμα και τότε που οι ιστορίες μας κοιτάχτηκαν κατάματα, μπορεί να μη βρήκαν κανένα κοινό, όμως, έκαναν τα πάντα, ώστε ακόμα και μέσα από κρυφές ματιές να χαράξουν τη δική τους κοινή πορεία, λες και δε γινόταν αλλιώς, λες κι ο διάολος είχε συνωμοτήσει κι εμείς απλώς σηκώσαμε τα χέρια ψηλά.

Μπορεί να μην πίστευα ότι όταν θα σε κοίταζα, θα έβλεπα παράλληλα στα μάτια σου τη ζωή μου να περνά ξώφαλτσα από πάνω σου, χωρίς να ρωτάει κανέναν και να πορεύεται λες και δεν την ενδιαφέρω προσωπικά, σαν να με έχει γραμμένη στα πιο παλαιά των υποδημάτων της. Μα στα μάτια σου είδα τη ζωή μου αλλά και τη ζωή που θα μπορούσα να ζήσω μαζί σου κι ένα-ένα τα απωθημένα άρχισαν να καίνε τα δικά μου μάτια πια και να γελούν μαζί μου που κατάφεραν να ασκήσουν τέτοια επίδραση πάνω μου. Γελούν οι σκέψεις μου που με είχαν καταδικάσει σε ένα είδος απραγίας κάθε φορά που στεκόμουν αντίκρυ σου, τότε που απλά σε κοίταζα και έλεγα ότι δεν μπορεί να μου συμβαίνει εμένα αυτό, δεν μπορεί κι όμως μπορούσε και το βίωνα και το ζητούσα παραπάνω.

Κι ήταν σαν να είχα παραιτηθεί από τη ζωή μου. Ήταν τότε που πίστεψα ακράδαντα ότι τα είχα δει όλα, πως δεν μπορεί η ζωή να μου επιφυλάσσει μεγαλύτερη ειρωνεία απ’ αυτή που μου πούλησε όταν με κοίταξες με εκείνο το βλέμμα που δεν ξέχασα ποτέ. Όσα χιλιόμετρα κι αν μας χωρίζουν, όσοι μήνες κι αν πέρασαν –κοντά χρόνος–, έλεγα θα μου περάσει, είναι ένας ενθουσιασμός, μα ήταν σαν να δοκίμαζα τα όριά μου και σαν να πήγαινα γυρεύοντας.

Κι ας κατηγορούσα πάντοτε εσένα ότι ήσουν προκλητικός με τη στάση σου, που αν οι λέξεις και οι ματιές σου είχαν σώμα θα με είχαν κολλήσει στον τοίχο, να με έχουν δική τους, αποκλειστικά δική τους, σε μια πραγματικότητα πλασμένη για δυο σώματα. Το δικό μου και το δικό σου. Μα οι λέξεις πετάγονταν μπροστά μου και οι ματιές υπόσχονταν νύχτες κι εγώ από ρεαλίστρια και προσγειωμένη στη γραμμή του ορίζοντα, γινόμουν ονειροπόλα, φαντασιόπληκτη, ένα παιδάκι μπροστά σου που όσο πείσμα και αν κουβαλάει, πάντα θα θυσιάζει ένα κομμάτι του στο βωμό σου, μήπως και το χαϊδέψεις και κάνεις έρωτα μαζί του ή μήπως και το αρπάξεις με όλη τη δύναμη των χεριών σου και το σπάσεις στα δύο, εξάλλου ήταν προορισμένο μόνο για εσένα.

Και τώρα που αρχίζω και επανέρχομαι μετά από τόσο καιρό μπροστά στις μνήμες μου, εγώ είμαι εδώ και εσύ είσαι εκεί. Και ανάμεσα μας ένα τείχος χτισμένο από λόγια ανείπωτα, φλέβες συγκρατημένες, ποτά άπιωτα, φιλιά γκρίζα, σώματα ψυχρά και αλλού δοσμένα. Ένα τείχος που μόνο με άμυνες ξέρει να συμπεριφέρεται μην τυχόν και γκρεμιστεί σε κάποια ενδεχόμενη μελλοντική μας συνάντηση.

Μην αγχώνεσαι. Οι δυνάμεις μου πλέον είναι τόσο λίγες κι η αντοχή μου ανύπαρκτη, ώστε να μπω στη διαδικασία να το γκρεμίσω. Τα απωθημένα έρχονται για να μένουν για πάντα απωθημένα, οι στιγμές περνούν για να λέμε πως κάποια στιγμή περάσανε και δεν μας άγγιξαν κι ούτε τις νιώσαμε. Μα και μας άγγιξαν και τις νιώσαμε και τελικά ακόμα μπορώ να γράφω για σένα. Ακόμα τα ξημερώματα η σκέψη σου μου στήνει παιχνίδι κυριαρχίας κι έχω από την πρώτη παρτίδα υποταχθεί.

Ελπίζω να τα κοιτάζουμε όλα αυτά μετά από χρόνια, ό,τι κι αν διάολο συνέβη και να γελάμε. Σαν να μην έγινε. Να είμαστε βολεμένοι σε ζωές φτιαγμένες για να αντέχουν στη βιτρίνα του κόσμου, ζωές κοινωνικά αποδεκτές και συμμορφωμένες με όλα τα πρέπει για τα οποία πριν λίγο καιρό υπογράψαμε αγνοώντας τη φλόγα που έκαψε από πρώτο χέρι την αξία τους, ζωές δικές μας και προβλέψιμες, με όμορφα παιδιά, με όλα αυτά που θα σηματοδοτούν ότι για όλα υπάρχει ημερομηνία λήξης.

Ακόμα και για την αιωνιότητα. Τη δική μας αιωνιότητα.

Συντάκτης: Φένια Βουδαντά
Επιμέλεια κειμένου: Μάιρα Τσιρίγκα