Γράφει η Λ.

Είναι φορές που θέλεις να μιλήσεις αλλά δεν ξέρεις τι να πεις. Μια ανεξήγητη ησυχία, μια άπνοια. Έτσι νιώθω. Δεν είναι ότι όλα πήγαν στραβά, είναι ότι τίποτα δεν πάει ευθεία. Όταν ήρθες εσύ, εγώ βγήκα εκτός πορείας, εκτός τροχιάς. Εκτός τόπου και χρόνου. Δεν το κατάλαβα στην αρχή, αφού το τιμόνι έστριβε τόσο αργά, τόσο απαλά. Θεωρούσα πως η ζωή συνεχίζεται κανονικά σε όλα της. Δουλειά, σπίτι, φίλοι, οικογένεια. Αυτό πίστευα, πως εσύ είσαι απλά το συν ένα μου. Για την ακρίβεια, το ωραιότερό μου συν ένα. Υποτίθεται πως με το πλην ένα θα ήμουν πάλι ο ίδιος άνθρωπος, πως θα ήμουν πάλι καλά. Έλα όμως που δεν είμαι. Ναι, δεν είμαι καλά.

Εδώ δεν άλλαξε τίποτα και ταυτοχρόνως άλλαξαν όλα. Τίποτα πια το ίδιο, τίποτα όπως πριν. Η δουλειά μου πηγαίνει καλύτερα από ποτέ, καταξιώσεις να δουν τα μάτια σου. Το πορτοφόλι μου δεν προλαβαίνει ν’ αδειάσει, πράγμα επίσης πρωτόγνωρο για μένα.  Το ζω πρώτη φορά αλλά δεν το νιώθω. Παράλληλα έχω κάνει και το χόμπι μου κερδοφόρο, κάτι που τόσο καιρό ονειρευόμουν. Ε και; Οι γονείς μου με λατρεύουν–όπως πάντα βέβαια– αλλά τώρα νομίζω λίγο περισσότερο. Είμαι πιο δραστήρια από ποτέ λένε και μ’ αρέσει να βλέπω την περηφάνια στα πρόσωπά τους. Δεν είμαι πια εκείνο το κακομαθημένο παιδί, σοβάρεψα, ωρίμασα. Σκέφτομαι μάλιστα να μετακομίσω από Γενάρη σ’ ένα όλο δικό μου σπίτι, τώρα που τα οικονομικά πάνε καλά.

 

 

Ακόμα κι οι φίλοι μου μ’ αγαπάνε πιο πολύ από ποτέ. Άλλο δέσιμο. Είμαι δίπλα τους, τους στηρίζω στα δύσκολα, τους κάνω ευτυχισμένους με όποιο τρόπο μπορώ. Όχι, δεν έχω καταφέρει ακόμα να τους κάνω να γελάσουν, αυτό είναι το μόνο που δεν άλλαξε. Το χιούμορ μου παραμένει ακόμα ανύπαρκτο. Αποπνέω μια σιγουριά λένε, μια γαλήνη. Και τους καφέδες μου πίνω και τα ποτά μου, παράπονο δεν έχω. Δεν πίνω πια δέκα βαπόρια τζιν την εβδομάδα, το ελάττωσα. Ίσως λίγο για την υγεία μου, ίσως κι άλλο λίγο γιατί χαμένη θα πήγαινε τόση γυμναστική. Κι εκεί καλά τα πάω. Να δεις που έχω σχεδόν ξεπεράσει και την υψοφοβία μου, κάνω πλέον πράγματα που ούτε φανταζόμουν ότι μπορούσα να  κάνω.

Βλέπεις πως όλα πάνε καλά στη ζωή μου; Φυσικά και δε βλέπεις. Δεν είσαι εδώ για να δεις. Κι εδώ είναι που τίποτα δεν πάει καλά. Όλα καταρρίπτονται αφού λείπεις, αφού δε θες να είσαι εσύ ο άνθρωπός μου. Να μου βγάζεις τον καλύτερό μου εαυτό, το καλύτερο «εγώ» που έχω δει ποτέ μου και να μην είσαι εδώ να το χαρείς μαζί μου.

Τι να το κάνω που είμαι σωστή επαγγελματίας, τι να το κάνω το γεμάτο πορτοφόλι; Να τις βράσω και τις επιτυχίες και τα λεφτά και τα υπέροχα βράδια μου. Σε ποιον θα τα πω εγώ τώρα όλα αυτά; Ποιος θα χαρεί για μένα; Αφού δεν είσαι εσύ, όλα πάνε στράφι. Δε χαίρομαι έτσι εγώ και δεν κάνω χωρίς την ύπαρξή σου δίπλα μου. Πάντα εσύ ήσουν ο πρώτος άνθρωπος που σκεφτόμουν να πω τα ευχάριστα. Τα δυσάρεστα ποτέ δε μου έβγαιναν σε σένα.

Ήθελα όμως να χαίρεσαι για μένα. Τη λάτρευα αυτή τη χαρά στα μάτια σου, στις εκφράσεις του προσώπου σου. Ειδικά όταν την προκαλούσα εγώ κι ήταν για μένα. Πολύ εγωιστικό από μέρους μου –το γνωρίζω– αλλά συνέβαινε να καθρεφτίζεται η καλύτερή μου εκδοχή πάνω σου. Αγαπούσα τον εαυτό μου μέσα από σένα. Tα ίδια πράγματα, τα ίδια χωρίς καμία παραλλαγή, εκείνα που θα με γέμιζαν μαζί σου, τώρα χωρίς εσένα μου φαίνονται αδιάφορα κι άχρηστα. Χωρίς το άγγιγμα σου δε μ’ αγγίζει τίποτα. Όλα άδεια κι όλα στο μηδέν.

Μετά απ’ όλα αυτά, όσο περιττό κι αν ακούγεται, εγώ θα το πω. Ζω χωρίς εσένα αλλά με σένα ζούσα καλύτερα. Δε λειτουργούσα μηχανικά και μου λείπεις γι’ αυτό.  Κι αυτό το «καλύτερα» θα με τρώει για πολύ καιρό ακόμα. Εκείνο το πλην ένα, το δικό σου, είναι που δε θα μ’ αφήνει να χαρώ την ευτυχία μου. Κι ας τα έχω όλα, χωρίς εσένα, χωρίς το συν ένα μου, δεν έχω τίποτα.

Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου