Γράφει ο Αριστοτέλης Μήτσου.

 

Έχεις κανονίσει να βγεις απόψε; Σίγουρα θα έχεις. Έχεις στείλει μήνυμα στους φίλους σου να βγείτε για πότο, συνήθως λέτε ότι είναι για χαλαρό ποτό, αλλά τις περισσότερες φορές ξέρεις ότι δεν πρόκειται να είναι χαλαρά. Δεν ξέρεις αν είναι καλό ή κακό αλλά δε σε πτοεί, γιατί θες να βγεις να διασκεδάσεις όπως όλοι μας, πιστεύεις όμως ότι κάτι θα αλλάξει.

Βγήκες λοιπόν έξω, να βρεις τους φίλους σου με μια νυχτερινή ομορφιά που σου βγάζει μια διάθεση που θες να την απολαύσεις τη νύχτα μέχρι την αυγή. Μπαίνετε μέσα, βρίσκετε τραπέζι να παραγγείλετε, τα πρώτα ποτά έφτασαν, κόσμος τριγύρω διασκεδάζει όπως κι εσύ, χαίρεσαι που είσαι εκεί, περνάς καλά. Κι εκείνη τη στιγμή διακρίνεις μπροστά σου το λόγο που ένιωθες ότι κάτι θα παιχτεί καλό απόψε.

Ο λόγος; Εκείνη η κοπέλα που βρίσκεται δύο τραπέζια απόσταση από σένα, που χορεύει και διασκεδάζει με την ψυχή της. Είναι το επίκεντρο της παρέας της. Και το λαμβάνεις κι εσύ, ένας άγνωστος για εκείνη που δεν ξέρει καν την ύπαρξή σου εκεί μέσα και χωρίς να στο δώσει η ίδια, απλά τη στέλνει. Μένεις ακίνητος, τα μάτια σου δεν ανοιγόκλειναν σε μια φάση, μέχρι που σε σκουντάει ο κολλητός σου και σε ρωτάει  «Τι έγινε ρε;» και του λες για τη γυναίκα που βλέπεις ακόμα, δεν έχεις πάρει τα μάτια σου από πάνω της. Εκφράζεις τον ενθουσιασμό σου για εκείνη στον κολλητό σου, γοητευμένος από την ομορφιά της, το χορό της, τo χαμόγελό της, τα όλα της.

 

 

Ξαφνικά τα βλέμματά σας ενώνονται. Τα ποδιά σου να μην μπορούν να αντέξουν την επιθυμία σου να πας να γνωριστείτε, ώστε να μάθει την ύπαρξή σου. Έχεις σκεφτεί κάθε πιθανό σενάριο από την αρχή μέχρι το τέλος καθώς ο χρόνος κυλάει, μέχρι που αναφωνείς μέσα σου «Τι σκέφτομαι ρε μ*λ*κα. Τράβα μίλα».

Και πας. Ψιλοντροπαλός εσύ, της πιάνεις κουβέντα, συστηνόσαστε, αρχίζετε να μαθαίνεστε ο ένας τον άλλον και το βράδυ έχει μια άλλη νότα που είναι τόσο δυνατή, λες και η μουσική στο μαγαζί είναι στο αθόρυβο. Τα ποτά έρχονται δύο-δύο, οι παρέες σας σχολιάζουν τη φάση διακριτικά και γελώντας με την ιδέα της τελικής κατάληξης. Καθώς μιλάτε το κορμί της παρασύρεται τη μελωδία της μουσικής και συγχρονίζεται με το ρυθμό. Δειλά την πιάνεις να χορέψετε μαζί κι εκείνη αφήνεται αργά στα χέρια σου. Στο τέλος, αυθόρμητα, κολλάνε τα μέτωπα κι εκεί είναι που κι οι δύο είστε στο σημείο μηδέν, στο νικητήριο γκολ.

Τελικά τα χείλη σας δε φαίνονται, τα κρύψατε στα πρόσωπά σας με φιλιά, από αυτά που έχουν γεύση τυχαίου έρωτα. Πολλοί το λένε έρωτα με την πρώτη ματιά, αλλά τόσες ματιές δε φτάσανε με το φιλί που δίνετε τώρα, ας μου επιτραπεί ο ορισμός «Τυχαίος Έρωτας», μπορεί να είναι μοιραίος, πρόθυμος, αναμενόμενος, ή απρόσμενος, ξαφνικός, απρόοπτος, ή απλά αυτό που τυχαίνει όταν ζεις.

Απόψε η τύχη σου χαμογέλασε και σου έδωσε το οκ. Εκμεταλλεύεστε το κάθε δευτερόλεπτο μαζί, αδιαφορώντας για τους γύρω σας. Η παρέα της το χαίρεται σχολιάζοντας, αναλύοντας την όλη κατάσταση και η παρέα σου πανηγυρίζει σαν να πήρε πρωτάθλημα η ομάδα τους, διακριτικά βέβαια. Δυστυχώς για σας, το βράδυ χάνει τα’ αστέρια του και βγαίνει το λυκαυγές. Βγαίνετε έξω από το μαγαζί όλοι, οι δύο παρέες έγιναν ένα, χάρη σε σας, δε σας νοιάζει όμως για τους υπόλοιπους, παρά μόνο για αυτό το ξενύχτι που είχε κάτι ξεχωριστό.

Και αυτό το ξενύχτι αγαπητέ αναγνώστη, γέννα τα συναισθήματα, αλλάζει την ψυχολογία, απαλύνει κάθε πόνο που έχεις. Συνήθως αυτός ο έρωτας συνεχίζεται μέχρι όσο κρατήσει, κάποιες φορές σβήνει όπως και το βράδυ. Αλλά όταν θα πας να κοιμηθείς και θα σκέφτεσαι όλο αυτό που έγινε, θα χαμογελάσεις γιατί θα ξέρεις πως τέτοια δε συμβαίνουν συχνά. Κάποιοι το έχουν ζήσει μια φορά, κάποιοι δύο φορές και κάποιοι καθόλου. Αν δεν το έχεις ζήσει, μην ανησυχείς, θα γίνει, τον έρωτα δεν το κυνηγάς ούτε τον ψαρεύεις, τον σπέρνεις.  Όλοι θα τον ζήσουν, μηδενός εξαιρουμένου. Απλά βγες να περάσεις καλά εσύ, θυμήσου με όταν δεις αυτήν την κοπέλα και κάνε το δικό σου ξενύχτι του τυχαίου έρωτα.

 

Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου