

Γράφει η Ηλιάννα Β.
Ανέκαθεν γοητευμένη από το άγνωστο, ερωτευμένη πάντα με τα μυστήρια τρένα. Τη βροχή τη λάτρευα· κάθε φορά που έβρεχε φόραγα βιαστικά μια φόρμα κι έβγαινα να περπατήσω. Ήταν ο καιρός μου, η εποχή μου. Πάντα χαμογελαστή κι ευδιάθετη, κάνοντας πλάκα, είχα βρει την άμυνά μου. Όποτε έβρεχε, τότε έπεφτε η μάσκα μου.
Πόσο περίεργο που είμαι παιδί της βροχής και σε γνώρισα στον ήλιο! Έξω από τα νερά μου, σαν μια άγνωστη σε μια πολύ γνωστή θέση, σε κοίταξα πρώτη φορά σαν να σε ήξερα χρόνια. Σε περίμενα, όμως και σίγουρα σε φανταζόμουν. Σε είδα και κούμπωσες αμέσως σε όλα όσα ήθελα. Δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω τι ήταν αυτό που με τράβηξε σε σένα, μέχρι που στάθηκα δίπλα σου και δειλά αντάλλαξα τις πρώτες μου κουβέντες. Ήσουν κι εσύ παιδί της βροχής.
Ένα παιδί πληγωμένο, γεμάτο φόβους κι ανασφάλειες μ’ ένα τεράστιο χαμόγελο που μπορούσε να σκορπίσει κάθε τι δυσβάσταχτο. Ποια ήμουν εγώ που μπορούσε να μπει με τόση άνεση σε όλα όσα έκρυβες επιμελώς εδώ και πολλά χρόνια από τους γύρω σου; Γιατί να είμαι εγώ αυτή; Γιατί να είσαι εσύ αυτός; Κι αφού είμαστε και τα 2 παιδιά της βροχής, πώς γίνεται να μας έδεσε τόσο πολύ εκείνο το ηλιόλουστο πρωινό;
Ήσουν η πιο όμορφη ιστορία μου, ή η σημαντικότερη συνέντευξη της ζωής μου. Ξέρεις κι εγώ, έκανα πάντα αισθητή της παρουσία μου. Μπροστά σου όμως ήμουν δειλή, αμήχανη και τα γυαλιά ηλίου μου δεν έβγαζα λεπτό. Γιατί, λένε, πως πρέπει να κοιτάς τους ανθρώπους στα μάτια για να καταλάβεις- εκεί φαίνονται όλα. Εγώ, όμως, προσπαθούσα πολύ καλά να σου κρύψω τη θέση που είχες πάρει στην καρδιά μου, οπότε δε σε άφηνα να δεις τα μάτια μου.
Και κάπως έτσι κύλησε ο καιρός. Βρέθηκα λοιπόν να γράφω για τη δική μας ιστορία ενώ έξω βρέχει. Βρέθηκα να θυμάμαι όλες εκείνες τις στιγμές και να τις αναπολώ. Νομίζω πως αυτό που περισσότερο αγάπησα σε σένα, ήταν που χόρευα μ’ έναν άγνωστο μέσα στη μέση του δρόμου. Και δεν ξέρω αν ένιωσα ποτέ στη ζωή μου πιο άχαρα ευτυχισμένη. Γυρνώντας τον χρόνο πίσω, θυμάμαι το βράδυ που καθίσαμε σ’ εκείνο το παγκάκι με θέα τη θάλασσα. Έκανε κρύο, αγκάλιασες τα χέρια μου και τα έβαλες μέσα στη ζακέτα σου και μου είπες πως τον χειμώνα δεν τον αξίζω. Δεν κατάλαβα τότε τι εννοούσες. Μ’ έναν έρωτα ζωγραφισμένο στα μάτια σου από εκείνες τις φωτογραφίες, πια, πειθώ τον εαυτό μου πως εμείς οι 2 δεν ήμασταν κάτι εφήμερο. Κι ας ήμασταν δυο άγνωστοι που χόρευαν στον δρόμο. Δύο φαινομενικά άγνωστοι, μα αλληλένδετα συνδεδεμένοι.
Έτσι, λοιπόν, αυτόν τον πρώτο μήνα του νέου έτους, τολμώ να σου ομολογήσω πως μου λείπει να χαίρομαι τη βροχή. Τουλάχιστον, όσο θα ήθελα. Υπάρχει μέσα σ’ αυτή εκείνος ο συνδυασμός από τα χρώματα των ματιών σου. Σκέφτομαι πως μου τα είχες πάρει όλα. Το θάρρος να σε διεκδικήσω, τη μεγαλύτερη αλήθεια μου, το καταφύγιό μου, τους χειμώνες μου. Βρέθηκα λοιπόν απόψε να κρυώνω και δεν ξέρω ποιος μπορεί να χώσει τα χέρια μου μέσα σε μια ζακέτα. Μα αν είναι να κρυώνω έτσι κι αλλιώς, τι λες, μου χαρίζεις έναν χορό ακόμα;