Γράφει η Ε. 

 

Το φιλί σου, καυτό, πέφτει στο μάγουλό μου. Και τι δε θα ‘δινα να έπεφτε λίγο πιο πέρα, στο στόμα μου. Σε παρακολουθώ καθώς απλώς υπάρχεις. Μοιάζεις με άγαλμα, τόσο αψεγάδιαστα όμορφη που είναι η εμφάνισή σου. Μα, πάλι, δεν είσαι όμορφος για τους πολλούς, μονάχα για τους λίγους. Για ‘κείνους που μαγεύεις, που σαγηνεύεις.

Ξέρω καλά τι κάνεις. Σ’ έχω καταλάβει από καιρό. Πουλάς τον έρωτα λες και κάποιος σου τον χάρισε περίσσιο κι εσύ είπες να βγάλεις το κέρδος σου. Μοιράζεις χαμόγελα ως δείγματα στους περαστικούς, και μετά τους κάνεις να πιστέψουν πως είναι προνόμιο να βλέπουν το πρόσωπό σου. Τους πείθεις με τον τρόπο σου πως είναι πολύ ακριβή η ύπαρξή σου στη ζωή τους και πως μπορούν να τη χάσουν αστραπιαία, μόλις ανοιγοκλείσουν τα μάτια τους.

Τους έχεις μπερδέψει όλους με το παιχνίδι σου. Τους έχεις κάνει όλους θαμώνες της καθημερινότητάς σου, μα κανείς δεν ξέρει τι κάνεις όταν δεν είσαι μαζί τους. Τους δίνεις τόσο όσο, τους ξεγελάς. Λες και τους έχεις σε δίαιτα και τους δίνεις μονάχα την ποσότητα φαγητού που χρειάζονται για να μην πεθάνουν. Τους κρατάς στη ζωή για να τους έχεις εκεί και την επόμενη μέρα, σαν προβολείς που θα σε φωτίζουν πάντοτε, ή τουλάχιστον μέχρι να βαρεθείς και να γυρέψεις άλλο θέατρο για την παράστασή σου.

Σε παρατηρώ προσεχτικά, προσπαθώντας να καταλάβω τι είναι αυτό που κάνεις. Όποιος έρχεται να σε χαιρετήσει, έχει το προνόμιο να παίρνει και δυο φιλιά σου στα μάγουλα. Ύστερα ένα τσαχπίνικο βλέμμα γεμάτο νόημα, μα τόσο κούφιο στην πραγματικότητα. Γιατί δε χρειάζεται να προσπαθήσεις για να κάνεις τον άλλο να πιστέψει ότι ενδιαφέρεσαι. Απλώς στην πραγματικότητα δεν ενδιαφέρεσαι για κανέναν.

Πόσο κοστίζει ένα φιλί σου; Πόσο κοστίζει μια νύχτα μαζί σου; Ορίστε, δες, σε ρωτάω στα ίσα. Απάντησέ μου. Αφού πουλάς που πουλάς τον έρωτα, μην παίζεις μαζί μου παιχνίδια. Πες μου ντόμπρα πόσα θες και θα στα δώσω. Εσύ θα μου τον πουλάς κι εγώ θα τον αγοράζω. Και κάποτε θα τελειώσουν όλα μου τα χρήματα, όλες μου οι μάρκες. Κι εσύ θα πουλήσεις τον έρωτά σου αλλού και θα με ξεχάσεις εμένα. Αφού έτσι κάνεις, σε ξέρω πια. Δε θα βρεθώ προ εκπλήξεως μια μέρα σε ένα άδειο κρεβάτι. Θα ξέρω καλά πως το εγκατέλειψες για μια καλύτερη τιμή. Και δε σε κατηγορώ, μη φοβηθείς. Καλά το κάνεις, αφού το μπορείς. Μόνο μη νομίζεις πως με κοροϊδεύεις, πως πιστεύω το παραμύθι σου. Μίλα μου ντόμπρα. Ή μάλλον, φίλα με, μη μιλάς.

Στα ‘δωσα όλα. Ό,τι είχα και δεν είχα. Μα εσύ ήθελες παραπάνω. Πολύ ακριβά τον πουλάς τον έρωτα και δεν έχω τόσα να σου δώσω. Αμφιβάλλω αν έχει και κανείς. Γι’ αυτό δεν ερωτεύεσαι; Γι’ αυτό μοιάζεις με άγαλμα; Ας είναι. Τι μπορώ να κάνω; Εδώ που έφτασα δεν μπορώ να κάνω και πολλά. Προσπαθώ να ξεφύγω απ’ τα δεσμά σου, μα μου είναι αδύνατο. Νιώθω την κολόνια σου στο μυαλό μου, το βλέμμα σου στο σώμα μου, το άγγιγμά σου εκεί που φαντασιώνομαι να είναι. Ιδρώνω, τρελαίνομαι. Με τρελαίνεις και μόνο που υπάρχεις. Εσύ μπορεί να με ξέχασες, μα εγώ έχω εθιστεί. Και νιώθω πια σαν εθισμένος που ψάχνει πώς θα πάρει την επόμενη δόση του. Μα στα ‘δωσα όλα, θυμάσαι; Κι ήθελες περισσότερα. Με καταδίκασες στην αιώνια δυστυχία.

Μα θα δώσω άλλη μια τελευταία ευκαιρία στον εαυτό μου. Να δω τι ψάρια πιάνω κι εγώ, γιατί η απογοήτευση είναι πικρή για τα χείλη τα δικά μου. Θα μ’ αγαπήσεις; Όχι, δε θέλω να με ερωτευτείς. Τον έρωτα το δικό σου πούλα τον αλλού, δε με ενδιαφέρει πλέον. Άλλο ζητώ. Δε ζητώ μια νύχτα μαζί σου πια, ζητώ μια ζωή. Κάτι που ποτέ δε θα μπορέσω να αγοράσω, μα ίσως να το κερδίσω, γιατί θα δώσω τη δική μου για αντάλλαγμα. Θα την ποντάρω και θα ρισκάρω. Τι λες, λοιπόν; Θα μ’ αγαπήσεις ή να φύγω; Το «για πάντα» θα διαλέξεις, όποια επιλογή κι αν κάνεις. Για να σε δω να μαντεύεις από ποιον δρόμο θα βγεις χαμένος. Τολμάς να αφεθείς ή προτιμάς να μ’ αφήσεις;

Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου