Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 αυτή η πόλη ήταν μια επαρχιακή πρωτεύουσα στην οποία το καλοκαίρι έβλεπες έναν σχετικό τουρισμό, αλλά όλο το χειμώνα ήταν μια πόλη των τριών «Φ». Φοιτητές, φαντάροι, φαντάσματα. Για έναν φοιτητή προερχόμενο από μια μεγαλούπολη που πήγε να ζήσει ζωάρα και σπασίματα, τα ελάχιστα μαγαζιά τα οποία συμπτωματικά ήταν και μισογεμάτα, έκαναν την ιδέα να ξαναδώσει πανελλήνιες εξαιρετικά ελκυστική.

Κτίρια παλιά, αστικά λεωφορεία σαν αυτά που πήγαινε κυριακάτικη εκδρομή η Βουγιουκλάκη στην «κόρη μου τη σοσιαλίστρια», και κάθε φορά που κλαιγόσουν για τη νεκρική ησυχία θα βρισκόταν ένας ντόπιος να σου δείξει τον Ταύγετο που υψώνεται πάνω απ’ την ανατολική της παραλία καμαρώνοντας για την πόλη που συνδυάζει τόσο όμορφα βουνό και θάλασσα. Ναι, αν είσαι πετροπέρδικα, όντως ο Ταΰγετος από πάνω είναι εξαιρετικά σημαντικός. Για εμάς πάλι καλά υπήρχε ο «Ζύθος», το μοναδικό μαγαζί στο οποίο μπορούσες να πεις ότι έκανε μπούγιο. Άσε που είχε 24ωρο σαντουιτσάδικο μεσοτοιχία.

Αν ευχηθείς κάτι πολύ, όλο το σύμπαν συνωμοτεί, λένε, να πραγματοποιηθεί. Και μάλλον δεν το ευχηθήκαμε μόνο πολύ, αλλά και πολλοί.

Από το 2002 και μετά αυτή η πόλη θυμίζει όσο τίποτα τον βάτραχο που έγινε πρίγκηπας. Από την Υπαπαντή μέχρι το τέρμα της Φαρών το χειμώνα κι απ’ την αρχή της Ναυαρίνου μέχρι την ανατολική παραλία το καλοκαίρι, τα μαγαζιά ξεφύτρωναν το ένα μετά το άλλο. Η πλατεία 23ης Μαρτίου που ήταν σήμα κατατεθέν καταστημάτων με είδη για το σπίτι, κάθε βράδυ γέμιζε με σκαμπό και τραπέζια, λατίνες, ιππότες, και θείους. Βλέπεις για να μην έχεις πάει; Αν είχες πάει θα καταλάβαινες τι γράφω τώρα.

Αν κάτι μας βόλεψε, ήταν το πάρκινγκ της Υπαπαντής, μεγάλη η χάρη της. Το ‘φτιαξαν για την προσέλευση των πιστών και κατέληξε να εξυπηρετεί τον κόσμο που πάει στα μαγαζιά γύρω από αυτή για ποτό.

Ένας λόγος που βαριόμαστε να πάμε στον Ταύγετο, είναι γιατί υπάρχει η Βέργα. «Τέρμα Ναυαρίνου, δεξιά προς ανατολικά, και στο βενζινάδικο αριστερά κι όοοοολο ντουγρού», είπε τότε ο γείτονας. Τότε η επιλογή ήταν μόνο μια, το ιστορικό Καστράκι. Τώρα πια, σε κάθε φουρκέτα κι ένα άλλο μαγαζί, με άλλη αισθητική το καθένα και διαφορετικό κόσμο. Κι ενώ το ένα είναι καλύτερο απ’ το άλλο, η θέα της λαμπερής Μεσσηνιακής πρωτεύουσας από ψηλά, σε αφήνει παγερά αδιάφορο και για τον κόσμο, αλλά και για το μαγαζί στο οποίο βρίσκεσαι.

Αν και παραλιακή πόλη, ακόμα και το χειμώνα είναι ένας εξαιρετικός προορισμός για να την επισκεφτείς. Αλλά το καλοκαίρι είναι απλά το κάτι άλλο. Μπορείς να διασκεδάσεις είτε σε παραλία, είτε σε πεζοδρόμια, είτε σε διατηρητέα κτίρια κι ακόμα πια και σε πλωτό μπαρόκλαμπο. Στο φαγητό οι επιλογές άπειρες κι όσο για το μπάνιο, όλη η πόλη απ’ τη μια άκρη της στην άλλη είναι μια παραλία, οπότε κάθε άλλη πληροφορία είναι περιττή. Ξενοδοχεία για όλες τις τσέπες, από οικονομικά δωμάτια μέχρι πεντάστερα με ιδιωτικές πισίνες και παροχές που βρίσκεις σε ελάχιστα επαρχιακά ξενοδοχεία. Πάρτι κάθε βράδυ σε όλη την πόλη, αλλά και σημεία με ησυχία και ρέμβασμα του μεσσηνιακού κόλπου.

Μετά την Πάτρα, είναι η μεγαλύτερη πληθυσμιακά πόλη της Πελοποννήσου, στην οποία εδρεύουν μουσεία, πινακοθήκη, πανεπιστήμιο, βάση της πολεμικής αεροπορίας και φυσικά το μεγαλύτερο καπνεργοστάσιο της χώρας αυτή τη στιγμή. Έχει τις δικές της εφημερίδες, τηλεοπτικά κανάλια και ραδιοφωνικούς σταθμούς.

Το μπάνιο στην Καλαμάτα κοστίζει όσο κοστίζει αυτό που θα παραγγείλεις. Εδώ δε θα συναντήσεις την αισχροκέρδεια άλλων τόπων, ούτε θα κοιτάξουν να σου ρουφήξουν το μεδούλι για να πλουτίσουν. Εδώ ξέρουν από πρώτο χέρι ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο. Ξέρουν ότι όσα και να βγάζεις, ένα «κούνημα» στα ισοπεδώνει και βρίσκεσαι ανάμεσα σε ερείπια και χαμένους κόπους. Γι’ αυτό και το value for money είναι κάτι που πάντα προσέχουν να είναι ισοσκελισμένο.

Ξεκίνησε σαν μια επαρχιακή πόλη που ζούσε απ’ την παραγωγή ελαιόλαδου και σύκων, μια πόλη που ισοπεδώθηκε από σεισμούς, και κατέληξε να βρίσκεται έβδομη στο παγκόσμιο top10 των must προορισμών της Βρετανικής Mirror, «πετώντας» έξω Σαντορίνη, Αθήνα, Μύκονο κι άλλους «γνωστούς» ελληνικούς προορισμούς. Η δουλειά και το πείσμα των ντόπιων, αλλά κι όσων άλλων είδαν τις δυνατότητες αυτού του τόπου, ανέστησαν αυτή τη μικρή πρωτεύουσα και την κατέστησαν «φιλέτο», δυόμισι ώρες απ’ την Αθήνα οδικώς, μια ώρα βαριά απ’ τη Θεσσαλονίκη αεροπορικώς, και πλέον και με απευθείας πτήσεις απ’ το Λονδίνο, τη Λυών, το Παρίσι, κι άλλες πόλεις και νησιά του εσωτερικού.

Η Καλαμάτα δεν είναι μια πόλη που αν πας, θα περάσεις εξαιρετικά. Είναι μια πόλη που όταν πας, θα είναι απλά η πρώτη φορά, η οποία θα διαδεχτεί πολλές ακόμα. Το φυσικό τοπίο, το προσγειωμένο κόστος κι οι άπειρες εναλλακτικές για οτιδήποτε τραβάει η όρεξή σου, θα σε κάνει να την ερωτευτείς και να την κάνεις «στέκι». Σαν πας στην Καλαμάτα λοιπόν, και ‘ρθεις με το καλό, φέρε ένα μαντήλι να δέσω στο λαιμό.  Καλά, και κάνα παστέλι φέρε. Κυρίως παστέλι βασικά.

 

Συντάκτης: Αλέξης Φαραντούρης
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη