Έξω βρέχει.
Πολλά βροχερά απογεύματα. Το ημερολόγιο δείχνει άνοιξη εκείνη όμως έχει αργήσει. Γένους θηλυκού και εκείνη, αργεί πάντα, όμως κοντεύει το Πάσχα, κι αυτό δεν αναβάλλεται.

Μπαίνεις στο αυτοκίνητο σου, βάζεις το κλειδί στη μηχανή. Οι υαλοκαθαριστήρες χτυπούν το τζάμι προσπαθώντας να διώξουν τη βροχή που επιμένει.
Όπως οι αναμνήσεις από γιορτές και Πασχαλινές μέρες που πέρασαν, μα επιμένουν να περικυκλώνουν το μυαλό σου.

Όρος απαράβατος να περνάτε το Πάσχα με την οικογένειά του στο χωριό και εσύ τον είχες δεχτεί, όπως τόσα άλλα.

Η προετοιμασία γνωστή, ίδια κάθε χρόνο.
Φορτώνετε το αυτοκίνητο τη Μεγάλη Παρασκευή και ξεκινάτε για την επαρχία.
Εσύ θα πήγαινες με το κτελ. Μικρό το αυτοκίνητο, πολλά τα πεσκέσια για τους συγγενείς, μητέρα, αδερφή και γάτα. Δε χωράς όσο και να το προσπαθούσες.

Κάποια χρονιά χώρεσε μόνο η βαλίτσα σου, «για να μη σου είναι βάρος με το ΚΤΕΛ» είπαν, αλλά και αυτό μια χρονιά μόνο.
Τις υπόλοιπες παίρνεις την αποσκευή σου και θα επιβιβαζόσουν ασφυκτικά θυμωμένη στο λεωφορείο.

Υποδοχή θερμή, αγαπημένοι οι συγγενείς του, καλοί άνθρωποι, σε αυτό ήσουν τυχερή.

Η θεία θα είχε στρώσει τους δύο καναπέδες που θα σας φιλοξενούσαν. Αντίκρυ ο ένας από τον άλλον, παλιοί ξύλινοι, με καφέ βαριά υφάσματα, θυμίζουν παλαιοπωλείο στο Μοναστηράκι.

Επάνω στο καναπέ που θα κοιμάται εκείνος, η πράσινη πιζάμα με τα καφέ σχέδια, που μύριζε ναφθαλίνη, θα περιμένει καρτερικά να φορεθεί.
Πόσο είχες γελάσει όταν τον είδες να τη φοράει πρώτη φορά. Το παντελόνι ήταν κοντό και μικρό, θύμιζε κολάν γυμναστικής η μπλούζα στενή δεν του έδινε περιθώρια για πολλές κινήσεις. Την είχε από παιδί, «ήταν παράδοση» σου είπε να τη φοράει κάθε Πάσχα. Γελούσες. Έτσι είναι, άλλοι έχουν παράδοση να βάφουν αυγά το Πάσχα, εκείνος έχει παράδοση να φοράει την παιδική του πιζάμα.

Το χωριό όμορφο, όπως όλα τα χωριά. Κόσμος θα περιφέρεται στις πλατείες, καφετέρια, ζαχαροπλαστείο, χαμογελαστοί ανθρώπους, εκείνος, από όλα θα έχει εκείνο το χωρίο, όπως κάθε χρόνο.

Τα απογεύματα πιασμένοι από το χέρι θα βγείτε για το καθιερωμένο εσπρέσο σας. «Εμ τι νόμιζες ότι είμαστε κανένα στανοχώρι;» σου είχε πει όλο καμάρι τη πρώτη φορά που έκπληκτη κοίταξες τον εσπρέσο.

Γύρω σας κυρίες με τις καρέκλες έξω από την πόρτα τους, σφιχταγκαλιασμένες με τις ζακέτες τους, θα σχολιάζουν με δυνατούς ψιθύρους ποια είσαι, αλλά δε θα σε νοιάζει.
Ο έρωτας σου κραυγή πάντα κάλυπτε τους ψιθύρους τους.

Το βράδυ στο σπίτι, η μητέρα του συνήθως θυμωμένη η αδερφή του περισσότερο. Η θεία του θα προσπαθεί με μισόλογα να σου εξηγήσει κάτι που δε θα καταλάβαινες. Πολύ σε αγαπά η θεία του κι εσύ το ίδιο. Απλή γυναίκα του χωριού, χωρίς τερτίπια και κόλπα. Αληθινή και ειλικρινής, μιλάει με τα μάτια.
Τελικά, μάνα και αδερφή θα έχουν θυμώσει, γιατί «τολμήσατε» και δε μοιραστήκατε τη βόλτα σας μαζί τους.
Δε θα δώσεις σημασία, άλλωστε είναι παραδοσιακή η αντιπάθεια νύφης πεθεράς, βαριόσουν να αποτελέσεις την εξαίρεση.

Μέσα σε όλα αυτά τα ευτράπελα και τη μαγειρίτσα που από νωρίς θα έχει μπει στην κατσαρόλα για να γεμίσει με μυρωδιές όλο εκείνο το φιλόξενο σπίτι, θα ετοιμαστείτε για το βράδυ της Ανάστασης. Ο θείος θα παίζει τάβλι με το μικρό Γιαννάκη, η τρίχρονη ξαδέρφη θα τρέχει με τη λαμπάδα στο χέρι, η μητέρα της θα φωνάζει να προσέχει μην τη σπάσει και εσύ θα προσπαθείς να ντυθείς για την εκκλησία.

Στην εκκλησία θα μείνετε έως το πρωί, να μεταλάβετε, όρος απαράβατος και αυτός.

Ανάμεσα σε «Χριστός Ανέστη» και φιλιά θα ακούσεις πάλι τις χιλιοπαιγμένες ευχές για σύντομο γάμο από γνωστούς κι άγνωστους.

Το φόρεμα σου θα είναι απλό για την περίσταση, η μητέρα του θα στο έχει σχολιάσει πριν φτάσετε στην εκκλησία, αλλά εσύ θα κάνεις ότι δεν άκουσες, άλλωστε πριν τελειώσει η Ανάσταση, η αδερφή του, κατά λάθος, θα το έχει ήδη κάψει με κερί.

Κάποιος κορνάρει στο φανάρι. Οι υαλοκαθαριστήρες χορεύουν ακόμα με τις στάλες τις βροχής, επανέρχεσαι.

Αυτή τη χρονιά, πάλι το Πάσχα θα μυρίζει φρεσκοψημένα κουλουράκια από το φούρνο της θείας του, και θα γεμίσει ήχους από τσουγκρίσματα με την οικογένεια του. Ανταλλαγή πασχαλινών λαμπάδων με την αδερφή του και ταξίδι στο χωριό. Η φωνή της αγαπημένης θείας να τον φωνάζει αγορούδι, ενώ εσύ ακούς αρκούδι, έρχεται στα αυτιά σου.

Δυναμώνεις την ένταση από το ραδιόφωνο, αριστερά η ταμπέλα γράφει Λαμία. Ξαναστρίβεις απότομα το τιμόνι και συνεχίζεις ευθεία, το φλας σου ακόμα τρεμοπαίζει αριστερά.

Όχι, αυτή τη χρονιά θα σπάσεις τους απαράβατους όρους του. Θυμάσαι; Έχεις και εσύ οικογένεια.

Συντάκτης: Πέννυ Πηττά