Πολλές φορές έχουμε την ανάγκη να μοιραστούμε προσωπικές μας πληροφορίες με άτομα της εμπιστοσύνης μας- ή και όχι. Μας κάνει να νιώθουμε ελεύθεροι. Ανάλαφροι, αφήνοντας κάποιον άλλον να αγγίξει την ψυχή μας. Ν’ αφήνουμε κάποιον άλλον να έρχεται πιο κοντά μας. Η υπερβολή, βέβαια, δεν κάνει καλό. Εδώ μιλάμε για το oversharing.

Το oversharing αναφέρεται στην υπερβολική κοινή χρήση προσωπικών πληροφοριών. Όταν βρισκόμαστε σε μια τέτοια θέση, νιώθουμε τρομερή αμηχανία, κυρίως όταν είμαστε οι δέκτες, είτε εμείς είμαστε αυτοί που μοιράζονται την πληροφορία και το καταλαβαίνουμε όταν είναι πια αργά. Αυτό είναι πιθανόν να συμβαίνει γιατί δε γνωρίζουμε τόσο καλά το άτομο που έχουμε απέναντί μας, ώστε να μπορούμε να συζητήσουμε πιο προσωπικά του ή και δικά μας θέματα. Οδηγούμαστε σ’ αυτήν την επιλογή, για πολλούς λόγους.

Όταν ερχόμαστε σε επαφή με νέα άτομα, προσπαθούμε να βρούμε θέματα κοινής συζήτησης, με τα οποία να καταλαβαίνουμε τον χαρακτήρα και τις ιδέες του άλλου. Μ’ αυτόν τον τρόπο, προβαίνουμε σε θέματα πιο προσωπικής φύσης, ώστε να φτάσουμε πιο κοντά στη γνώση της προσωπικότητάς του. Επιλέγοντας ευαίσθητα θέματα πολύ νωρίς όμως, βαδίζουμε σε επικίνδυνα μονοπάτια. Είτε θα υπάρξει άτακτη φυγή, είτε μοίρασμα, καμιά φορά, περισσότερο από το ωφέλιμο και διαχειρίσιμο. Στη δεύτερη περίπτωση, η αμηχανία είναι βέβαιη. Το άγχος για το όχι τόσο οικείο άτομο που έχουμε απέναντί μας, μας παροτρύνει ή να μιλάμε ακατάπαυστα, ή να μην μπορούμε να πούμε λέξη.

Καθώς αναπτύσσουμε θέμα συζήτησης, πηγαίνουμε στους τομείς της καθημερινότητας. Η πίεση εδώ πρωταγωνιστεί και η ανάγκη να τα βγάλουμε από μέσα μας θεριεύει. Κάπως έτσι, πέφτουμε στην παγίδα της αυτό-αποκάλυψης. Προσπαθώντας να λύσουμε θέματα που μας απασχολούν, οδηγούμαστε σε μια διαδικασία πολυλογίας, με αποτέλεσμα να ερχόμαστε ένα βήμα πριν την έκρηξη. Όταν συνειδητοποιούμε πως έχουμε επεκταθεί περισσότερο από το επιτρεπτό, τότε «κοκκινίζουμε» από ντροπή. Μπορεί να γίνει άθελά μας, χωρίς να εξυπηρετούμε κάποιους σκοπούς.

Βέβαια, υπάρχει και η περίπτωση του απώτερου συμφέροντος. Όταν προσπαθούμε να γνωριστούμε με κάποιον που μας ενδιαφέρει, παίζουμε το παιχνίδι των ερωτήσεων και των απαντήσεων. Μ’ αυτόν τον τρόπο, έχουμε έναν ισάξιο κι αρμονικό διάλογο, που στοχεύει στο να γνωρίσουμε όσα περισσότερα μπορούμε για το συγκεκριμένο άτομο. Το oversharing εδώ, είναι σχεδόν σίγουρο. Μπορεί να βγει και σε καλό, όμως, τελικά. Μα οι περιπτώσεις που μπορεί να αποβεί μοιραίο σίγουρα είναι περισσότερες.

Καθώς το άτομο που έχουμε μπροστά μας, μάς εξηγεί περιπτώσεις της προσωπικής του ζωής, ερχόμαστε σε τρομερά άβολη θέση. Δε γνωρίζουμε τι να απαντήσουμε ή ακόμα και πώς να σκεφτούμε για τα λεγόμενά του. Να πούμε τη γνώμη μας ή να το αφήσουμε καλύτερα, για να μην ανακατευτούμε σε κάτι, που στην τελική δε μας αφορά κιόλας.  Ωστόσο, από ευγένεια και μόνο, αρκετές φορές δεν έχουμε επειδώξει διακοπή της συζήτησης. Έρχεται κι η στιγμή που μας ζητά, τελικά, να πούμε τη δική μας γνώμη πάνω στο θέμα ή να συμβουλέψουμε τι θα μπορούσε να κάνει. «Πες μου μια συμβουλή», ακούμε και στα αφτιά μας μοιάζει λες και μας είπαν ν’ αφοπλίσουμε βόμβα. Παρ’ όλα αυτά, ο κόμπος φτάνει στο χτένι. Επιλέγουμε (σοφά) να μη δώσουμε κάποια συμβουλή ή γνώμη, βγαίνοντας από τη δύσκολη θέση και την αμηχανία. Έτσι, έχουμε την δυνατότητα να αλλάξουμε θέμα και να μιλήσουμε για κάτι διαφορετικό.

Ο διάλογος είναι μια μορφή τέχνης που φέρνει τον κόσμο κοντά. Ανταλλάζουν απόψεις και γνωρίζουν πράγματα από διάφορες οπτικές γωνίες, που δεν είχαν σκεφτεί πιο πριν. Η αμηχανία από την άλλη, είναι ένας πολύ καλός λόγος να τους απομακρύνει. Ας επιτρέψουμε στις θετικές εκφάνσεις των σχέσεων να μας φέρουν κοντά, κάνοντας στην άκρη τις αρνητικές, που μας δημιουργούν άγχος και πίεση. Άλλωστε απώτερος σκοπός, υπήρξε πάντα η σύνδεση. Κι έτσι θα παραμείνει.

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Σία Πέρση
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου