Γράφει η Χριστίνα.

Τον Γιάννη τον γνώρισα στη γειτονιά που μεγάλωσα στο Πέραμα. Εγώ 18 κι αυτός 23 τότε. Ψαγμένο τυπάκι, αλάνι της περιοχής που είχε μεγάλη αγάπη για τα μηχανάκια και τον Ολυμπιακό.

Δεν ήταν από ʼκείνα τα άτομα που θα μπορούσες να σχεδιάσεις το μέλλον μαζί του, ούτε και πρότυπο καλού παιδιού. Δούλευε ντελιβεράς σʼ ένα καφέ στον Πειραιά για να καλύπτει τα έξοδα του. Αλητάκι από φτωχή οικογένεια.

Δε βγαίναμε συχνά και για διακοπές ούτε λόγος, αφού η οικονομική μας κατάσταση δεν το επέτρεπε. Έτσι πέρασαν τρία χρόνια. Βόλτες με το παπί στις γύρω περιοχές, παρτάκια σε φιλικά σπίτια, άντε και κανέναν καφέ εδώ τριγύρω στην καλύτερη των περιπτώσεων.

Παρ’ όλα αυτά, ήμουν παράφορα ερωτευμένη μαζί του, κι ας μετράγαμε τα ψιλά μας για να πάρουμε καφέ σε πλαστικό, πολλές φορές.

Βλέπεις άλλα ζευγάρια, να βγάζουν «selfie» στη Σκιάθο τέτοια εποχή ή να φωτογραφίζονται αγκαλιά σε μεγάλα κλαμπ της Αθήνας σαν σταρ του σινεμά. Χωρίζουν έπειτα από καιρό και συνεχίζουν το ίδιο παιχνίδι προβολής με άλλους παρτενέρ.

Εμένα, όμως, ποτέ δε μ’ ενθουσίαζαν όλα αυτά. Εγώ ήθελα να πιάσει, μόνο, μία κανονική δουλειά, όπως έκανα κι εγώ σ’ ένα σούπερ μάρκετ, και να νοικιάσουμε ένα διαμέρισμα, επιτέλους, οι δυο μας.

Άλλη μία, απ’ τις πολλές, τσακωθήκαμε γι’ αυτό το θέμα. Έκλεισε το τηλέφωνο, στο τέλος, κι εξαφανίστηκε. Μα δε με πείραξε, γιατί πάντα ήξερα πού θα τον βρω. Είχε γραφτεί πριν τέσσερις μήνες σ’ έναν οργανωμένο σύνδεσμο του Ολυμπιακού.

Κάθε Κυριακή γήπεδο, έπειτα ξύλο μετά από ντέρμπι. Μία φορά, ήρθε μʼ όλο του το πρόσωπο ματωμένο και φοβήθηκα τόσο, που κόντεψα να λιποθυμήσω. Για νοσοκομείο ούτε λόγος. Και τι θα τους λέγαμε εκεί; «Γεια σας, το αγόρι μου ήρθε στα χέρια με ματατζήδες;». Πράγμα αδύνατον. Τις καθημερινές, όμως, ήταν διαφορετικά. Μαζεύονταν κι έπαιζαν ποδοσφαιράκι, ως αργά.

Έτσι, αποκοιμήθηκα ήρεμη, μέχρι την ώρα που ήρθε να με ξυπνήσει, το επόμενο πρωί. Ντύθηκα και πήγαμε στο γειτονικό καφέ κι αφού μιλήσαμε λίγο, ακούμπησε 400 ευρώ στο τραπέζι.

Τρελάθηκα! «Πού τα βρήκες τόσα λεφτά;» φώναξα. Χαμογέλασε ήρεμα κι είπε πως τώρα δε θα έχουμε νʼ ανησυχούμε για τίποτα. Όταν, βέβαια, τον ρώτησα τι δουλειά είναι αυτή, δεν απάντησε καθόλου.

Μέσα σ’ ένα μήνα ο Γιάννης πήρε μηχανή μεγάλου κυβισμού, μου έκανε όσα δώρα δεν μου είχε κάνει μέσα σε τρία χρόνια και κανόνιζε να πάμε διακοπές. Τα βράδια, όμως, δεν τον έβλεπα σχεδόν ποτέ πλέον. Κοιμόμασταν σπάνια μαζί και στο τηλέφωνο δεν απαντούσε, γιατί δούλευε, έλεγε.

Άρχισα ν’ ανησυχώ γι’ αυτόν. Ένα πρωινό δεν άντεξα, μʼ έπιασε υστερία απ’ το άγχος, ξεκίνησα να χτυπιέμαι και να σπάω πράγματα. Απαιτούσα εξηγήσεις κι ήμουν διατεθειμένη ακόμη και να χωρίσω, αν δε μου έλεγε τι στο διάολο συμβαίνει τόσο καιρό. Έπειτα από πολύ πίεση, μου τα είπε όλα.

Αυτός κι οι φίλοι του απ’ τον σύνδεσμο λήστευαν βενζινάδικα στο κέντρο της Αθήνας και του Πειραιά. «Καθαρή δουλειά» μου είπε. Έμπαιναν με τις μηχανές, δήθεν, για να βάλουν βενζίνη, φορώντας κράνος. Όταν φούλαρε κι ο άλλος έβγαζε τον πάκο για να δώσει τα ρέστα, έβγαζαν όπλο και τους απειλούσαν για να δώσουν τα χρήματα αμέσως. Τα έπαιρναν ακαριαία, έβαζαν μπρος κι εξαφανίζονταν. Βρίσκονταν έπειτα στο σύνδεσμο για να μοιράσουν τη λεία. Πότε χίλια ευρώ, πότε δύο χιλιάδες.

Έμεινα σοκαρισμένη να τον κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό. Δεν ήθελα να το πιστέψω, όσο κι αν ήταν αλήθεια. Με καθησύχασε λέγοντάς μου πως θα σταματούσε όσο πιο σύντομα γινόταν και πως όλο αυτό το έκανε, για να είμαστε εμείς καλά και να μην μας ξαναλείψει τίποτα.

Έτσι πέρασαν δυο μήνες ατελείωτης ευτυχίας. Συνδυάσαμε αγάπη παρέα μʼ υλικά αγαθά. Δεν πήγαμε βόλτες κι ούτε κάναμε ατελείωτες σπατάλες. Πηγαίναμε σινεμά, που δεν είχαμε πάει ποτέ πριν, κάναμε όλα τα εμβόλια στο σκύλο μου και καπνίζαμε, επιτέλους, κανονικά τσιγάρα κι όχι καπνό για οικονομία.

Ώσπου ένα βράδυ, πριν ένα μήνα περίπου, χτύπησε το σταθερό του σπιτιού μου. Ήταν ο Γιάννης. «Χριστίνα, είμαι στη ΓΑΔΑ, πάρε τους γονείς μου κι ελάτε από δω». Έφυγα έντρομη, ντυμένη μʼ ό,τι βρήκα μπροστά μου, αναμαλλιασμένη και χωρίς σουτιέν.

Φεύγοντας από ένα «κόλπο» στη Συγγρού, έπεσε πάνω σε μπλόκο. Προσπάθησε να τους αποφύγει και τελικά ένα περιπολικό τον έκλεισε στις πλαϊνές μπάρες του δρόμου. Καλά που φόραγε κράνος. Τώρα, τουλάχιστον, μπορώ να τον βλέπω κάθε Τετάρτη στο επισκεπτήριο. Θα μείνει προφυλακιστέος για πέντε με έξι μήνες και λογικά θα φάει μόνο πέντε χρόνια στη φυλακή, αφού δεν τραυμάτισε κανέναν.

Άκουσα στη γειτονιά να λένε πως τον έφαγε η απληστία και τα όνειρα για τη μεγάλη ζωή. Διάλεξε τον εύκολο δρόμο, το πλήρωσε και οι φίλοι τον απαρνήθηκαν για να μην μπλέξουν. Δεν απάντησα και δεν ασχολήθηκα. Εγώ ξέρω πως τα έκανε όλα για μένα. Για εμάς.

Θα είναι πάντα ο αλήτης μου κι όλα θα πάνε βάσει σχεδίου. Κρατάω την μπάζα που έκανε καλά φυλαγμένη κι όταν βγει, θα πάμε να μείνουμε στο εξοχικό των γονιών μου στα Δωδεκάνησα.

Ήμασταν μαζί και στα εύκολα και στα δύσκολα. Δε θα κωλώσουμε πουθενά.