Αγαπητέ Κωνσταντίνε Καβάφη,

Δημιουργέ της «Ιθάκης», δραματουργέ της ζωής. Έχουν περάσει εκατόν δώδεκα ολόκληρα χρόνια από τότε που έγραψες αυτό το περίφημο ποίημα. Τρομακτικό νούμερο, κι όμως η Ιθάκη σου έμεινε ατόφια. Αδύναμος στάθηκε ο χρόνος για να ξεθωριάσει το μελάνι της πάνω στο χειρόγραφο κι ακόμα πιο αδύναμη η διαφορετικότητα των γενεών που τη διάβασαν, ευτυχώς, μην καταφέρνοντας ν’ αλλοιώσουν αυτήν τη σπουδαία αλληγορική σημασιολογία του ποιήματός σου, που στάθηκε πυξίδα στα αλαργινά μας ταξίδια.

Σε φαντάζομαι τότε το 1910, στο λιτό διώροφο σου σπίτι στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, να κάθεσαι στο περίτεχνο ξύλινο γραφείο σου, μπροστά σ’ ένα βουνό από βιβλία και σημειώσεις, με την πένα σου ακουμπισμένη πάνω σε μία λευκή κόλλα χαρτί να περιμένει καρτερικά τα δάχτυλά σου να την πιάσουν. Να κοιτάς έξω από το παράθυρο του δωματίου, αναπολώντας την Ιθάκη σου. Πόσο μεγάλη είναι η λαχτάρα της ανθρώπινης ψυχής να νιώσει, να γευτεί και να κατακτήσει τις Ιθάκες της! Η ίδια λαχτάρα ώθησε κι εσένα να κατακτήσεις και μετά να καταγράψεις τη δική σου Ιθάκη ώστε να την αφήσεις κληρονομιά σ’ εμάς. Ανάβεις λοιπόν το κερί, παίρνεις την πένα στα χέρια σου και το ταξίδι ξεκινάει…

«Σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη να εύχεσαι να είναι μακρύς ο δρόμος» είναι οι πρώτες λέξεις που γράφεις κι αρχίζεις να ξετυλίγεις πάνω στη λεύκη κόλλα στιγμές από το δικό σου μακρινό ταξίδι. Κι όσο συμπληρώνεις λέξεις, αρχίζει αυτό το ταξίδι να παίρνει σάρκα κι οστά. Ξεπηδούν οι Λαιστρυγόνες, οι Κύκλωπες, ο θυμωμένος Ποσειδώνας. Αβίαστα ανακατεύομαι κι εγώ ανάμεσά τους. Γιατί Κωνσταντίνε -επίτρεψέ μου να σε προσφωνώ Κωνσταντίνε- όλα αυτά τα αλληγορικά οδύσσεια πλάσματα είναι οι φόβοι κι οι ενοχές που «κουβανεί», όπως κι εσύ εύστοχα γράφεις, ο άνθρωπος μέσα στην ψυχή του, είναι οι προσωπικοί μας δαίμονες. Αυτούς τους δαίμονες στήνει η ίδια η ψυχή μπροστά μας και φρενάρουν τα ταξίδια μας κάνοντάς τα κάποιες φορές να μοιάζουν μ’ εφιάλτες.

Έχεις αναμετρηθεί κι εσύ με τους ανθρωποφάγους γίγαντες, τους Λαιστρυγόνες, έχεις ξεφύγει από το μάτι των Κυκλώπων κι έχεις γλιτώσει από την τρίαινα του θυμωμένου Ποσειδώνα. Τους έστησες μπροστά σου και πάλεψες κι εσύ αναζητώντας την Ιθάκη σου, όπως παλεύουμε όλοι εμείς καθημερινά ώστε να μη χάσουμε τον εαυτό μας και τις αξίες μας μέσα στο ταξίδι της ζωής. Αναζητούμε, βέβαια, κάποιοι τις εύκολες Ιθάκες. Τις γρήγορες. Όχι τις μακρινές, εκείνες που θα κάνουμε πολλές στάσεις. Που θ’ ανακατευτούμε με διαφορετικούς ανθρώπους και θ’ ανταλλάξουμε τα χνώτα μας. Το οφείλουμε στον εαυτό μας ν’ αγγίξουμε το διαφορετικό, το μη γνώριμο για εμάς. Πιθανόν μέσα από εκείνο μπορούμε να καταλάβουμε κι αν αυτό που τελικά ορίζουμε ως «εαυτό μας» είναι αυτό που πραγματικά επιθυμούμε να είμαστε.

Το φοβάται όμως το άγνωστο, το διαφορετικό ο άνθρωπος Κωνσταντίνε. Τον τρομάζει και πάλι μπροστά του θα βάλει τους δαίμονές του και θα προσπαθήσει να ξεφύγει χωρίς να τους παλέψει. Θα ψάξει ν’ αναζητήσει το εύκολο, το γρήγορο, το γνώριμο σ’ εκείνον. Σ’ αυτό που δε θα του δώσει την ευκαιρία ν’ ανακατευτεί και πολύ, γιατί φοβάται να μη χαθεί εκείνος και χάσει και τον εύκολο προορισμό του. Έτσι δυστυχώς ορίζουμε ορισμένοι τις Ιθάκες μας. Μάλλον πιο σωστά, έτσι μας έμαθαν να τις ορίζουμε και το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι κανείς δε μας εκπαίδευσε ν’ αντιδρούμε και να αμυνόμαστε. Μάθαμε στους εύκολους στόχους και για να φτάσουμε ακόμα πιο γρήγορα εκεί, παίζουμε κρυφτό χάνοντας παράλληλα τον πλούτο που θα μας προσφέρει ένα μακρινό ταξίδι. Γιατί ο άνθρωπος συνήθως κυνηγάει τις Ιθάκες που κρύβουν τον υλικό πλούτο. Όμως, η ψυχή χορταίνει με τις στιγμές, τη γνώση και τις εικόνες.

Τι να την κάνεις μια γεμάτη τσέπη αν η ψυχή σου είναι άδεια και πεινασμένη; Εσύ τολμώ να υποθέσω πως τα κατάφερες. Ανακατεύτηκες με τους ανθρώπους κάνοντας πολλές στάσεις μέχρι να φτάσεις στην Ιθάκη σου. Άφησες τ’ αυτιά σου ανοιχτά και δέχτηκες με ταπεινότητα όσα είχαν να σου πουν οι πιο σπουδαγμένοι της ζωής, από εσένα. Δεν έχασες ούτε μια στιγμή τον στόχο σου. Μέχρι που έφτασες κάποια στιγμή στον προορισμό σου και ζύγισες τι είχες κερδίσει κι αν είχες χάσει κάτι μέσα σ’ αυτό το ταξίδι. Στο ζύγι όμως που έκανες διαπίστωσες ότι η δική σου Ιθάκη μπορεί να μη σ’ έκανε τον πιο πλούσιο άνθρωπο, ώστε να έχεις μια ζωή μέσα στην οικονομική ευημερία, αλλά σ’ εκπαίδευσε αυτό το ταξίδι ν’ ανακαλύπτεις τον τρόπο να βρίσκεις την ευτυχία μέσα από τα απλά, μέσα από τους ανθρώπους, μέσα από τις στιγμές.

Οι Ιθακές, αν τις ζήσεις έτσι όπως τους αξίζουν, θα είσαι βέβαιος ότι θα σου μάθουν αυτό το τίποτα -το ασήμαντο- να το κάνεις να είναι για σένα «κάτι». Τότε μόνο θα γευτείς και την πραγματική ευτυχία της ζωής και θα καταλάβεις οι Ιθάκες τι σημαίνουν.

Συντάκτης: Θάλεια Διαμαντούλη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου