Ο χρόνος είναι αλύπητος και δύσκολος όταν υπάρχει κάτι που σε απασχολεί. Κάτι για το οποίο επιθυμείς να βρεθεί άμεσα λύση και να είναι ξεκάθαρη. Ποιος άλλωστε θα ήθελε να ζει σε καταστάσεις μπερδεμένες, ποιος θα απολάμβανε να περνά χρόνο μέσα σε συγκυρίες που είναι δυσεπίλυτες και δημιουργούν άγχος και προβληματισμό;

Κανείς! Είναι λογικό κι επόμενο. Όλοι έχουν την ίδια επιθυμία, αυτά που ζουν, να τα ζουν με απόλυτη διαφάνεια κι ηρεμία. Κι η ανάγκη αυτή είναι που γεννάει την προσπάθεια κι η προσπάθεια την κούραση και τη ματαίωση. Θα επιμείνεις, θα παραμείνεις στον στόχο σου, θα φας τα μούτρα σου ξανά και ξανά, μέχρι το μοναδικό σου εφόδιο για να περάσει ο χρόνος, να είναι η «ελπίδα». Εκείνη, όταν δε θα σου μείνει κάτι άλλο, είναι που θα σε βγάλει από το αδιέξοδό σου. Τη στιγμή που τα πάντα γύρω σου θα έχουν σκοτεινιάσει και καμία λύση δε θα μπορεί να σε βοηθήσει, αυτή θα εμφανιστεί ως έκπτωτος άγγελος για να δώσει λάμψη. Θα φωτίσει τις σκέψεις σου, οι λύσεις θα αρχίσουν να γίνονται μια πιθανότητα σε βάθος χρόνου κι εν τέλει αυτό που θέλησες, θα συμβεί. Θα συμβεί, κάποτε, όμως, γενικά κι αόριστα. Άρα, πόσο πραγματικά;

Δε θα λυθεί κανένα πρόβλημα και καμία κατάσταση που σε απασχολεί τη στιγμή -ακριβώς- που θες. Κι η ελπίδα, είναι ένα παυσίπονο που θα σε ανακουφίσει από τον πόνο και παράλληλα θα σου δώσει μια απατηλή αισιοδοξία. Θα έρχεται στη θύμησή σου για να σου επισημάνει ότι «βάστα, θα τα καταφέρεις». Ίσως και να το δεις να γίνεται, ίσως κι όχι. Γιατί κανείς δε σου εγγυάται ότι θα καταφέρεις να βρεις τη λύση που επιθυμείς στο ζήτημά σου επειδή απλώς ελπίζεις ότι αυτό θα συμβεί. Γιατί η αλήθεια είναι πως για να σηκώσεις ανάστημα, θα χρειαστεί να προσφερθείς να κάνεις και το βήμα να σηκωθείς, χωρίς να περιμένεις να σε σηκώσουν. Χωρίς να περιμένεις, απαραίτητα, λύτρωση στον πόνο σου.

Διαφορετικά, αρχίζεις και συνηθίζεις στην στεναχώρια κι ό,τι αυτής συνεπάγεται, με αποκούμπι την ελπίδα πως κάποτε θα εξαφανιστεί. Θα αρχίσεις να συμφιλιώνεσαι με τον χρόνο και ν’ αποδέχεσαι την κατάσταση ως μονιμότητα, θα ξεχάσεις πως το ζητούμενο μπορεί να συμβεί την επόμενη στιγμή και να το χάσεις, επειδή περιμένεις κάτι μαγικό και πιο μεγάλο, που δεν πρόκειται να περάσει απαρατήρητο. Κι όμως, το μόνο που έχεις, είναι μια ρευστή κι άγνωστη εξέλιξη σ’ ένα αβέβαιο αύριο.

Στην ουσία, η ελπίδα σου χαϊδεύει τα αυτιά, σε παραμυθιάζει κι εσύ γίνεσαι συνένοχος στο δικό της έγκλημα, που είναι η αδράνεια. Επομένως, ποιος ο λόγος να περιμένεις κάτι και να εθελοτυφλείς με το τυράκι της ελπίδας; Εκείνη σου δίνει την αισιοδοξία, αλλά δεν έχει μάζα, δεν έχει περιεχόμενο, δεν είναι πράγματι θετική στάση, αλλά δικαιολογία για αναβλητικότητα. Δε χρειάζεται να κοιμάσαι και να ξυπνάς παρέα με εικασίες και φαντασιώσεις. Σκέψεις και καταστάσεις που δεν είναι της παρούσης. Ποιος εγγυάται το αύριο; Κανείς!

Μόνο αν βεβαιωθεί πως θα έχει αιώνια πίστωση χρόνου μπορεί κάποιος να ελπίζει, χωρίς να δρα. Κι αν γνωρίσει την έννοια της ελπίδας, τη ζήσει και καταλάβει πως είναι μεγάλη απατεώνισσα, τότε θα είναι σε θέση να ξέρει πως δεν του χρειάζεται στη ζωή του. Θα ξέρει, πως αν την εμπιστευτεί, αν αφεθεί στο ταξίδι της, θα σταματήσει πριν ξεκινήσει.

Συντάκτης: Αλεξάνδρα Τσότσου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου