Το πιο επικίνδυνο κακό δε φοράει κουκούλα. Δεν ξεσπά σε υστερικές κραυγές. Δεν καταστρώνεται μονάχα σε σκοτεινά υπόγεια από παρανοϊκά μυαλά. Το πιο διαβρωτικό, το πιο επίμονο, το πιο ύπουλο κακό είναι συνήθως… απόλυτα συμβατό με την καθημερινότητα. Είναι ήσυχο. Πειθαρχημένο. Ευγενικό. Φοράει κοστούμι, σηκώνεται κάθε πρωί για δουλειά και λέει «εγώ απλώς ακολουθώ εντολές». Δεν προκαλεί τρόμο με τη μορφή του, αλλά με την απουσία συνείδησης πίσω από τη μορφή του.

Η φιλόσοφος Hannah Arendt το αποκάλεσε “banality of evil”  ή η κοινοτοπία του κακού. Μια έννοια βαθιά παρεξηγημένη, όχι επειδή υποβαθμίζει το κακό, αλλά επειδή το απογυμνώνει από τα μυθολογικά του στολίδια. Το κακό, λέει η Arendt, δε χρειάζεται να είναι εκτυφλωτικά σατανικό. Δεν απαιτεί μεγαλεπήβολες θεωρίες, ούτε εμμονικούς δικτάτορες με τικ στο βλέμμα. Μπορεί να υπάρχει στα μικρά. Στα νομιμόφρονα. Στο τυπικό. Στο “έτσι μου είπαν, έτσι έκανα”. Ο Άιχμαν, αυστριακός πολιτικό που Υπηρέτησε ως συνταγματάρχης των SS και επικεφαλής του Γραφείου Εβραϊκών Υποθέσεων της Γκεστάπο, του οποίου τη δίκη παρακολούθησε η Arendt, δεν ήταν ένας παρανοϊκός εγκληματίας. Ήταν ένας γραφειοκράτης. Ένας τεχνοκράτης της εξόντωσης. Ένας άνθρωπος που δε φώναξε ποτέ «θάνατος στους Εβραίους!», αλλά υπέγραψε ψυχρά τα χαρτιά που έστελναν εκατοντάδες χιλιάδες στο Άουσβιτς. Χωρίς να το αμφισβητήσει. Χωρίς να σκεφτεί. Χωρίς να νιώσει.

Και κάπου εδώ γίνεται η μεγάλη τομή, το κακό δεν είναι πάντα η σκοτεινή ιδεολογία. Είναι η αναστολή της κρίσης, η αποστασιοποίηση από το συναίσθημα, η παράδοση στον αυτοματισμό. Είναι το «δεν είναι δική μου ευθύνη». Είναι το «δεν είμαι εγώ ο κακός, εγώ απλώς ακολουθώ τους κανόνες». Το κακό δεν έρχεται πάντα με κραυγές. Έρχεται και με ήσυχες υπογραφές. Με mail. Με αποφάσεις “πολιτικής γραμμής”. Με ανθρώπους που εκπαιδεύτηκαν να μη ρωτούν το “γιατί”. Και, κυρίως, να μη νιώθουν τύψεις όταν ο Άλλος πονάει από αυτές τις αποφάσεις. Στην εποχή μας, δεν έχουμε ανάγκη από νέους Χίτλερ για να διαβρωθεί ο κόσμος. Αρκούν οι αμέτρητοι μικροί υπάλληλοι της αδικίας. Εκείνοι που δεν αντιμιλούν ποτέ, που δεν αμφισβητούν, που τηρούν τη φόρμα και το πρότυπο, που λειτουργούν χωρίς ψυχή.

Το κακό γεννιέται όταν ένας υπάλληλος κοινωνικών υπηρεσιών γυρίζει το βλέμμα αλλού μπροστά σε μια κα0οποιημένη γυναίκα, γιατί «δεν προβλέπεται παρέμβαση χωρίς εισαγγελική εντολή». Όταν ένας φρουρός βλέπει έναν μετανάστη να πεθαίνει από το κρύο και λέει «δεν είναι δική μου δουλειά». Όταν ένας εκπαιδευτικός λέει για τον μαθητή που βουλιάζει στη σιωπή: «Δεν μπορώ να κάνω κάτι, δε με αφήνει το σύστημα». Μα το σύστημα δεν έχει στόμα, δεν έχει μάτια, δεν έχει καρδιά. Οι άνθρωποι τα έχουν αυτά. Αλλά αν τα κλείνουν, για να επιβιώσουν, για να μην μπλέξουν, για να μη διαταραχθεί η “κανονικότητα” τότε το κακό δε χρειάζεται καν να πολεμήσει. Του ανοίγουμε την πόρτα εμείς.

Το πιο ύπουλο χαρακτηριστικό της κοινοτοπίας του κακού είναι η κανονικοποίηση. Το να μαθαίνουμε να ζούμε δίπλα στην αδικία και να τη θεωρούμε “ατυχές αλλά αναπόφευκτο γεγονός”. Να απορροφούμε τη φρίκη, να προσαρμοζόμαστε σε αυτήν, και τελικά να γινόμαστε μέρος της. Είναι το «έτσι είναι τα πράγματα». Η φράση αυτή, κενή και σιδερένια σαν θάλαμος αερίων, είναι το όπλο του συστήματος απέναντι στην ανθρώπινη ηθική. Όταν η πραγματικότητα μας εκπαιδεύει να μη σοκαριζόμαστε πια, να μην αντιδρούμε, να μην εξεγειρόμαστε. Όταν φτάνουμε στο σημείο να παρακολουθούμε ειδήσεις για θανάτους αμάχων ανάμεσα σε stories για brunch και συνταγές. Όταν η ίδια η συγκίνηση μας γίνεται αλγοριθμικό προϊόν. Και τότε, η πιο κρίσιμη ερώτηση δεν είναι ποιος κάνει το κακό, αλλά ποιος το ανέχεται. Ποιος το προσπερνά. Ποιος το υπογράφει μηχανικά. Ποιος δε ρωτά. Ποιος δεν λέει “όχι”.

Η κοινοτοπία του κακού δε βασίζεται στο μίσος. Βασίζεται στην αδιαφορία. Στο βόλεμα. Στην ασφάλεια του μηχανοποιημένου ανθρώπου. Στην απουσία ριζικής ενσυναίσθησης. Στην απεμπόληση του «εγώ ευθύνομαι». Και αυτή η απουσία ευθύνης γεννάει τέρατα. Ή μάλλον, τους επιτρέπει να ζουν μέσα σε γραφεία, σε υπουργεία, σε αίθουσες συνεδριάσεων. Απέναντι σε αυτό το κακό, δεν αρκεί να λέμε πως «εμείς δεν είμαστε έτσι». Πρέπει να ρωτήσουμε πού είμαστε εμείς μέσα σε όλο αυτό. Πότε συμμορφωνόμαστε χωρίς σκέψη; Πότε σωπαίνουμε ενώ νιώθουμε ότι κάτι δεν πάει καλά; Πότε ξεχνάμε να ρωτήσουμε πώς είναι να είσαι στη θέση του Άλλου; Η μόνη άμυνα απέναντι στο κακό δεν είναι η βία. Είναι η συνείδηση. Η ικανότητα να νιώθουμε. Να κρίνουμε. Να δρούμε. Να παίρνουμε θέση. Και αυτό δεν απαιτεί ηρωισμούς. Απαιτεί ανθρωπιά. Την πιο ριζοσπαστική, την πιο ξεχασμένη αξία.

Το κακό, στην πιο αποτελεσματική του μορφή, δε μοιάζει τρομακτικό. Μοιάζει φυσιολογικό. Ανθίζει στη σιωπή, στη ρουτίνα, στη γραφειοκρατία, στην ηθική παραίτηση. Και η καταπολέμησή του δε θα έρθει μόνο μέσα από νόμους ή επαναστάσεις. Θα έρθει από ανθρώπους που επιμένουν να σκέφτονται. Να νιώθουν. Να νοιάζονται. Να ρωτούν: “Τι κάνω; Σε ποιον το κάνω; Και γιατί;”

Συντάκτης: Έφη Ζ.
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη