“I do”. Μία απάντηση που σε όλους μας είναι γνωστή, μιας και αποτελεί τη συνηθέστερη απάντηση σε μία πρόταση γάμου. «Δέχομαι», λέμε, και ένα κομψό δαχτυλίδι – το πατροπαράδοτο μονόπετρο – βρίσκεται στον παράμεσο της άμεσα ενδιαφερόμενης. Και να οι φωτογραφίες με την κλασική λεζάντα, και να σου ζητάνε όλοι να δουν το δαχτυλίδι. Κακά τα ψέματα, άλλωστε, για πολλούς είναι σημαντικό ορόσημο στη ζωή τους, και για τις γυναίκες ειδικά η επιλογή του δαχτυλιδιού που θα επιλέξει ο καλός μας είναι και ένα τεστ για να δούμε πόσο καλά μας ξέρει.
Πέρα, όμως, από αυτό, εσύ ήξερες πως το διαμαντένιο μονόπετρο συνοδεύεται από μία ιστορία κάπως σκοτεινή; Γιατί, όπως λέει το άσμα «ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός», έτσι κι εδώ, ο χρυσός και το διαμάντι λάμπουν βέβαια, αλλά πίσω από τη λάμψη τους βρίσκεται μια ιδιαίτερη ιστορία. Πάμε να τη δούμε.
Ανέκαθεν, ήταν συνηθισμένη η ανταλλαγή δαχτυλιδιών ανάμεσα στο ζευγάρι. Η προσφορά του διαμαντένιου μονόπετρου είναι πιο πρόσφατο έθιμο, με ρίζες στην αποικιακή Βρετανία του 1840, όπου η βασίλισσα Βικτωρία πήρε ως δώρο αρραβώνων ένα σμαραγδένιο δαχτυλίδι σε σχήμα φιδιού. Παρόλο που από τότε η βασίλισσα Βικτωρία έκανε μόδα τα διαμαντένια δαχτυλίδια, η τάση αυτή βρήκε πιο πρόσφορο έδαφος να ανθίσει μόλις το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, την περίοδο της αποικιοκρατίας της Βρετανίας στη Νότια Αφρική – και φυσικά της ανακάλυψης των διαμαντιών που υπήρχαν σε πληθώρα στην περιοχή.
Η ανακάλυψη αυτή οδήγησε το 1888 στην ίδρυση ενός καρτέλ ελέγχου εμπορίας διαμαντιών: της De Beers Consolidated Mines. Η συγκεκριμένη εταιρεία, όταν δεν απασχολούνταν με το να ελέγχει την προσφορά διαμαντιών αλλά και τη δημιουργία της ψευδούς εντύπωσης πως τα διαμάντια είναι σπάνια, χειραγωγούσε τη ζήτησή τους. Πώς; Μα πείθοντας το αμερικανικό κοινό πως ένα διαμαντένιο δαχτυλίδι ήταν το βασικό στοιχείο στην πρόταση γάμου. Σκληρό μάρκετινγκ από τότε, για τη δημιουργία εντυπώσεων.
Συνυπογράφοντας σε αυτήν τους την κίνηση, το 1938 η De Beers προσέλαβε μία διαφημιστική εταιρεία με έδρα τη Νέα Υόρκη, την N.W. Ayer, για να πείσει το αντρικό κοινό πως μόνο τα διαμάντια ήταν συνώνυμα του ρομαντισμού και πως το μέγεθος της αγάπης τους προς την αγαπημένη τους μετριόταν από το μέγεθος και την ποιότητα του διαμαντιού που θα επέλεγαν. (Uri Friedman, The Atlantic.) Κι αν κάπου εδώ σκέφτεσαι το αλησμόνητο “Diamonds are forever” (aka Τα διαμάντια είναι παντοτινά), δεν έχεις άδικο. Το συγκεκριμένο σλόγκαν το επινόησε ένας κειμενογράφος της Ayer, και φυσικά εξακολουθεί και σήμερα να πουλάει.
Και από τη διαφημιστική πλευρά του όλου εγχειρήματος, πάμε στη νομική. Στη μεταπολεμική Νέα Υόρκη, πια, το διαμαντένιο δαχτυλίδι ήταν η απτή απόδειξη πως ο άντρας δε θα εγκατέλειπε την αρραβωνιαστικιά του. Αλλά και να γινόταν κάτι τέτοιο, η γυναίκα δε θα βρισκόταν επί ξύλου κρεμάμενη οικονομικά.
Ως το 1945, στις ΗΠΑ υπήρχε το λεγόμενο “Breach of promise to marry”, δηλαδή νόμος για την παραβίαση υπόσχεσης γάμου, όπου οι γυναίκες επιτρεπόταν να μηνύουν τους άνδρες για ακύρωση αρραβώνων. Αν σου φαίνεται κάπως αυτό, μιλάμε για μία εποχή όπου η παρθενία της γυναίκας πριν τον αρραβώνα ή τον γάμο είχε μεγάλη σημασία. Στην περίπτωση που η μέλλουσα νύφη εγκαταλείπονταν μετά τη σεξουαλική επαφή, τότε βρισκόταν σε επισφαλή θέση. Και κάπου εδώ μπαίνει στην εξίσωση το διαμαντένιο δαχτυλίδι, αφού έγινε η εγγύηση για τις μέλλουσες συζύγους πως και στην περίπτωση εγκατάλειψής τους, είχαν μία κάποια οικονομική ασφάλεια. Καθόλου τυχαίο λοιπόν πως, από το 1945 που καταργήθηκε ο νόμος αυτός, αυξήθηκε κατά πολύ η εξάπλωση του διαμαντένιου δαχτυλιδιού.
Άλλωστε, εκείνη την περίοδο τα κοσμήματα μίας γυναίκας ήταν ο δικός της πλούτος, αφού η ίδια δεν μπορούσε να έχει δικό της τραπεζικό λογαριασμό. Μικρά και κυρίως φορητά, μπορούσε εύκολα να τα κουβαλήσει και – είτε εγκατέλειπε τον σύζυγο, είτε έμενε χήρα, είτε είχε κάποια οικονομική ανάγκη – το κόσμημα, και ιδιαίτερα ένα διαμαντένιο δαχτυλίδι, ανταλλασσόταν εύκολα και άμεσα για χρήματα. Και κάπου εδώ έρχεται η αλησμόνητη Μέριλιν Μονρόε να υπογραμμίσει αυτή τη βοήθεια με τη φράση “Diamonds are a girl’s best friend”. Και πώς να μην είναι, αν μπορούσε να την εξασφαλίσει οικονομικά.
Ακόμη και ως το 1980, πάντως, η De Beers εξακολουθούσε να καθορίζει τη σχέση του άνδρα με την αγορά δαχτυλιδιού. Άλλωστε, η ιδέα πως το 1/6 του ετήσιου μισθού πρέπει να ξοδευτεί στο πολυπόθητο διαμαντένιο δαχτυλίδι δεν είναι πολιτισμικός κανόνας, αλλά ένα διαφημιστικό τέχνασμα που καλά κρατεί.
Ερχόμενοι στο σήμερα, πολλοί νέοι απομακρύνονται από την ιδέα ενός παραδοσιακού γάμου, με τα οικονομικά να είναι πιο ρευστά από ποτέ. Παρ’ όλα αυτά, το διαμαντένιο δαχτυλίδι ακόμη και τώρα αποτελεί σύμβολο αληθινής αγάπης. Όχι φυσικά γιατί όντως είναι έτσι, αλλά γιατί έτσι μας έπεισαν οι διαφημιστικές καμπάνιες χρόνων.
Αλλά όταν μιλάμε για αγάπη, δεν έχει σημασία ούτε το είδος του δαχτυλιδιού, ούτε το μέγεθος του διαμαντιού. Σημασία έχει να είναι αληθινή.
