Σε έναν κόσμο που μοιάζει να έχει γεμίσει με Βουλαρίνους – ανθρώπους που επιλέγουν να δηλητηριάζουν τον δημόσιο λόγο με ειρωνεία, μισογυνισμό και body shaming – είναι σημαντικό να ξεχωρίζουμε εκείνους που στέκονται με θάρρος, ευγένεια και ακεραιότητα. Αφορμή γι’ αυτό το σχόλιο στάθηκε η πρόσφατη στοχοποίηση της Νατάσσας Μποφίλιου, η οποία δέχθηκε χυδαία σχόλια για την εμφάνισή της. Ο Μάνος Βουλαρίνος, με την “ασφαλή” ειρωνεία του διαδικτύου, δε δίστασε να αναπαράγει μια βαθιά τοξική κουλτούρα που θέλει τις γυναίκες να κρίνονται διαρκώς με βάση τα κιλά τους, τα ρούχα τους, την εμφάνισή τους. Ένα ακόμη παράδειγμα της ρηχότητας που έχει κανονικοποιηθεί στα social media, εκεί όπου τα πιο εύκολα like έρχονται από το μίσος και την κακία.
Ο ίδιος, αναδημοσιεύοντας σχετικό άρθρο που αφορούσε την εμφάνιση της τραγουδίστριας με μπικίνι, έγραψε στη δημοφιλή πλατφόρμα X (πρώην Twitter): «Πρώτη θέση σε διαγωνισμό κρατήματος αναπνοής».
Πρώτη θέση σε διαγωνισμό κρατήματος αναπνοής pic.twitter.com/x02ZVxlokQ
— Manos Voularinos (@ManosVoularinos) August 23, 2025
Κι όμως, μέσα σε αυτό τον θόρυβο, υψώθηκε μια φωνή διαφορετική. Ο Θέμης Καραμουρατίδης, συνθέτης και στενός συνεργάτης της Μποφίλιου, επέλεξε να τοποθετηθεί δημόσια. Όχι με την ίδια γλώσσα χλευασμού και οργής, αλλά με αξιοπρέπεια, καλοσύνη και σεβασμό. Υπενθύμισε σε όλους μας πως δεν πρέπει να αναπαράγουμε κακεντρέχειες που επιχειρούν να γελοιοποιήσουν έναν ευσυνείδητο και σοβαρό άνθρωπο. Μίλησε για την ανάγκη να παραμένουμε ακέραιοι, να μη χάνουμε την ανθρωπιά μας ακόμη κι όταν γινόμαστε μάρτυρες χυδαιότητας. Αυτή η στάση δεν είναι απλώς μια φιλική υπεράσπιση· είναι μια τοποθέτηση με κοινωνικό βάρος, γιατί αναδεικνύει έναν διαφορετικό τρόπο αντίδρασης: να σπάσουμε τον κύκλο της τοξικότητας όχι με περισσότερη τοξικότητα, αλλά με δύναμη ψυχραιμίας και συμπόνιας.
Εξάλλου, ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας: το body shaming δεν είναι απλώς «κακόγουστα αστεία». Είναι βία. Είναι μια μορφή κοινωνικού ελέγχου που στοχοποιεί τα σώματα, κυρίως των γυναικών, και τα μετατρέπει σε αντικείμενα δημόσιας κριτικής. Κι επειδή πίσω από μια οθόνη και ένα πληκτρολόγιο είναι εύκολο να γίνεις «μάγκας», το φαινόμενο πολλαπλασιάζεται, τρέφεται από την ανωνυμία και την ασυδοσία του διαδικτύου. Μόνο που στην πραγματικότητα λέει περισσότερα για εκείνον που πληκτρολογεί με κακία, παρά για εκείνον που δέχεται το σχόλιο. Γιατί χρειάζεται ελάχιστο θάρρος να πατήσεις “enter” για να μειώσεις κάποιον, και τεράστια δύναμη να σταθείς απέναντι σε αυτό χωρίς να λυγίσεις.
Και εδώ ακριβώς βρίσκεται η ουσία. Το να είσαι «σαν τον Καραμουρατίδη» σημαίνει να μην αφήνεις την καφρίλα να σε παρασύρει. Σημαίνει να υπερασπίζεσαι εκείνον που γίνεται στόχος, όχι με μίσος αλλά με θάρρος και αξιοπρέπεια. Σημαίνει να καταλαβαίνεις πως πίσω από κάθε προσβολή υπάρχει ένας άνθρωπος, μια ψυχή, μια καθημερινότητα που δεν αξίζει να στιγματίζεται από την κακία των άλλων. Και ναι, είναι πολύ πιο δύσκολο να απαντήσεις με ευγένεια από το να παραδοθείς στη χυδαιότητα. Μα ακριβώς εκεί βρίσκεται και η υπεροχή.

Ας σταθούμε όμως στο πώς η υπόθεση αυτή ξεγυμνώνει κάτι μεγαλύτερο: την κουλτούρα μας. Πόσο εύκολα ανεχόμαστε το body shaming; Πόσο γρήγορα γελάμε με memes που διασύρουν ανθρώπους για την εμφάνισή τους; Πόσο συχνά αναπαράγουμε φράσεις που μας φαίνονται «αστείες» αλλά στην πραγματικότητα στηρίζουν μια βιομηχανία μισογυνισμού; Το να είμαστε σαν τον Καραμουρατίδη δεν είναι μόνο μια ηθική επιλογή· είναι πράξη αντίστασης σε μια κοινωνία που έχει μάθει να κερδίζει εντυπώσεις μέσω του εξευτελισμού.
Κι έτσι, απέναντι στη βουτηγμένη στην τοξικότητα στάση του Βουλαρίνου, η στάση του Καραμουρατίδη γίνεται πρότυπο. Όχι γιατί είναι η εύκολη απάντηση, αλλά γιατί είναι η σωστή. Και, τελικά, η ποιότητα μιας κοινωνίας δε φαίνεται από το πόσο έξυπνα ξέρει να ειρωνευτεί, αλλά από το πόσο γενναία ξέρει να δείξει καλοσύνη. Σε έναν κόσμο γεμάτο Βουλαρίνους, λοιπόν, ας είμαστε σαν τον Καραμουρατίδη.
Τα λέω καλά;
