Στον κόσμο των social media όλα μπορούν να συμβούν. Από το να βρεις την παιδική σου φίλη που είχες χάσει στο δημοτικό, μέχρι να βρεθείς με χειροπέδες επειδή έκανες μια ανάρτηση που θεωρήθηκε προβληματική. Σε πρόσφατη είδηση αναφέρθηκε ότι ο Υπουργός Υγείας Άδωνις Γεωργιάδης «δέχθηκε απειλές για τη ζωή του μέσω Facebook» και πως υπήρξε «μία σύλληψη μετά τη μήνυση που υπέβαλε», έρχεται κάπου εδώ να θυμίσει ότι το πληκτρολόγιο μπορεί να γίνει πολύ πιο επικίνδυνο απ’ ό,τι νομίζουμε.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, ο λογαριασμός που ανέβαζε τις απειλητικές αναρτήσεις δεν αρκέστηκε σε βαριές εκφράσεις. Χρησιμοποίησε μάλιστα την εικόνα του λιντσαρίσματος του Υπουργού Οικονομικών του Νεπάλ, με σαφή στόχο να σοκάρει. Μια εικόνα που μόνο για ανέμελο scroll δεν είναι. Και κάπου εκεί, το διαδικτυακό θράσος μετατρέπεται σε ποινική υπόθεση.
Ο 52χρονος με καταγωγή από την Ημαθία, ο οποίος ταυτοποιήθηκε από τη Δίωξη Κυβερνοεγκλήματος, συνελήφθη στο πλαίσιο του αυτοφώρου. Η δικογραφία περιλαμβάνει βαριές κατηγορίες εκ των οποίων είναι η «διέγερση σε διάπραξη εγκλημάτων, βιαιοπραγίες ή διχόνοια κατ’ εξακολούθηση», «απειλή κατ’ εξακολούθηση» και «εξύβριση κατ’ εξακολούθηση μέσω διαδικτύου». Με λίγα λόγια, ο κατηγορούμενος δεν έγραψε απλά «ένα κακό σχόλιο». Έστησε μια μικρή βιομηχανία απειλών.
Το θέμα όμως δεν είναι μόνο νομικό. Είναι και κοινωνικό. Γιατί κάποιος να θεωρεί «φυσιολογικό» να ανεβάσει εικόνες λιντσαρίσματος; Πώς γίνεται η οργή για την πολιτική να μεταφράζεται σε ευθείες απειλές ζωής; Ναι, όλοι έχουμε νευριάσει κάποια στιγμή με την πολιτική επικαιρότητα. Αλλά άλλο να γκρινιάζεις στον καφέ κι άλλο να ποστάρεις φωτογραφίες με βία και αίμα.
Κι εκεί έρχεται το διαχρονικό ερώτημα. Πού σταματά η ελευθερία του λόγου και πού ξεκινά η παραβίαση του ποινικού κώδικα; Γιατί το να γράψει ένας άνθρωπος «δε συμφωνώ με τον Υπουργό» είναι δικαίωμα. Το να γράψεις «θα σε λιντσάρουμε όπως στο Νεπάλ» είναι απειλή. Κι αν δεν το καταλαβαίνεις μόνος σου, στο εξηγεί η Δίωξη.
Από την άλλη, υπάρχει και η πολιτική διάσταση. Ο Γεωργιάδης μίλησε για «λογαριασμούς της άκρας αριστεράς και της άκρας δεξιάς». Κλασικό σενάριο, δηλαδή όταν δεν ξέρουμε ποιος είναι, φταίνε πάντα «οι άκρες». Βολικό, αλλά το πρόβλημα δεν είναι αν οι απειλές έρχονται από δεξιά ή αριστερά. Το πρόβλημα είναι ότι γίνονται από κάθε σημείο.
Και μέσα σε όλα, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε και το καυστικό στοιχείο της υπόθεσης. Δηλαδή, ότι ορισμένοι νομίζουν πως το Facebook είναι σαν καφενείο, όπου λες ό,τι σου κατέβει και μετά συνεχίζεις το τάβλι. Μόνο που το καφενείο δεν έχει Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος να σε ταυτοποιήσει, ούτε αυτόφωρο να σε περιμένει στην έξοδο.
Η αλήθεια είναι απλή: το ίντερνετ δεν είναι παράλληλο σύμπαν χωρίς νόμους. Οι ίδιες συνέπειες που θα είχες αν απειλούσες κάποιον στον δρόμο ισχύουν και για την οθόνη σου. Και μάλιστα, online αφήνεις και αποδεικτικά στοιχεία με ημερομηνία, ώρα και στίγμα της περιοχής που βρίσκεσαι.
Το συμπέρασμα; Ότι η ελευθερία της έκφρασης είναι ιερή, αλλά δεν είναι ασυλία. Όποιος νομίζει ότι με likes και shares μπορεί να παίζει τον επαναστάτη χωρίς συνέπειες, ας ρίξει μια ματιά σε αυτή την υπόθεση. Γιατί από το «θα γράψω κάτι να ξεθυμάνω» μέχρι το «θα με συλλάβουν», η απόσταση είναι μικρότερη απ’ ό,τι νομίζουμε. Κι όπως φαίνεται, στο timeline μας χωράνε πολλά. Αλλά απειλές για ζωές; Όχι. Εκεί το Facebook παύει να είναι social και γίνεται δικαστήριο.
Κλείνοντας, η υπόθεση αυτή μας θυμίζει κάτι βασικό, τη διαφορά που υπάρχει μεταξύ πολιτικής κριτικής και των απειλών. Γιατί στο τέλος της ημέρας, το Facebook δεν είναι αρένα μονομαχιών, αλλά ένα μέσο κοινωνικής δικτύωσης. Κι αν θέλουμε πραγματικά να ακουστούμε, ας το κάνουμε με επιχειρήματα, όχι με «εισαγόμενες» εικόνες λιντσαρίσματος από το Νεπάλ. Όσο κι αν διαφωνούμε με τα πιστεύω ενός ανθρώπου.
