Ζούμε στην εποχή που το swipe είναι πιο εύκολο από το βλέμμα και το “να πάμε για ένα ποτό;” έχει αντικατασταθεί από το “έρχεσαι;”. Οι εφαρμογές παίρνουν φωτιά, οι πόλεις γεμίζουν από ανθρώπους που συναντιούνται για να ξεδώσουν, αλλά το ξεδίπλωμα λείπει. Το one night stand έχει γίνει τόσο εύκολο, που σχεδόν βαρετό. Δεν χρειάζεται φλερτ, δεν χρειάζεται κόπο — μόνο Wi-Fi και μια ελάχιστη συνεννόηση. Κι όμως, πίσω από αυτή την ευκολία, κάτι βαθιά δύσκολο κρύβεται: η πραγματική επαφή.

Το παράδοξο είναι πως όσο πιο ανοιχτά μιλάμε για τα σώματα μας, τόσο πιο κλειστά κρατάμε τα συναισθήματα μας. Τα κινκς, τα “preferences” και τα όρια είναι πια στην ημερήσια διάταξη — όλα συζητιούνται, εκτός από το τι νιώθουμε. Το σ#ξ έχει γίνει ένα πεδίο διαπραγμάτευσης χωρίς ψυχή, μια συνάντηση δυο ανθρώπων που ανταλλάζουν εμπειρίες χωρίς να αγγίζουν ο ένας τον άλλο στην πραγματικότητα. Ο ερωτισμός υπάρχει σαν concept, όχι σαν ρεύμα που διαπερνά. Το πάθος μοιάζει με ρετουσαρισμένη φωτογραφία: τεχνικά τέλειο, συναισθηματικά άδειο.

Οι ρυθμοί της ζωής μάς έχουν κάνει να αντιμετωπίζουμε τη συνάντηση με τον άλλο σαν task. “Να βρεθούμε να τελειώσει κι αυτό.” Το one night stand δεν είναι πια αυθόρμητη περιπέτεια· είναι μια φόρμουλα. Και όσο πιο πολύ τη χρησιμοποιούμε, τόσο λιγότερο λειτουργεί. Το σώμα ξέρει, κουράζεται να πηγαίνει σε σπίτια που δεν θυμάται, να γδύνεται για να ξεχάσει. Υπάρχει μια περίεργη ψυχική κόπωση σε αυτό το ατέρμονο πήγαινε-έλα των σωμάτων που δεν συνδέονται.

Οι άνθρωποι δεν έχουν σταματήσει να ποθούν. Έχουν σταματήσει να επενδύουν στο πώς το ποθούν. Το φλερτ, η ένταση, η αναμονή — όλα αυτά που κάποτε άναβαν τη φωτιά, τώρα θεωρούνται χάσιμο χρόνου. Θέλουμε να φτάσουμε στο αποτέλεσμα χωρίς τη διαδικασία. Να έχουμε “sex positivity” χωρίς να περάσουμε από intimacy. Να νιώσουμε χωρίς να φανερωθούμε. Είναι σαν να βάζεις φωτιά στο τζάκι και να μην κάθεσαι να τη δεις — απλώς για να πεις ότι άναψε.

Κι όμως, το one night stand δεν είναι από μόνο του κακό. Όταν γίνεται από επιθυμία, με συναίσθηση, χωρίς αυτοματισμό, μπορεί να είναι υπέροχο: μια στιγμή ζωής, μια εμπειρία ανταλλαγής. Το πρόβλημα ξεκινά όταν γίνεται μηχανικό, όταν το χρησιμοποιούμε σαν παυσίπονο για τη μοναξιά, αντί για επέκταση της χαράς. Όταν το σ#ξ γίνεται τρόπος να μην νιώσουμε, να μη σκεφτούμε, να μην αγγίξουμε.

Η εποχή της γρήγορης κατανάλωσης έχει μεταφέρει την ίδια λογική και στο σώμα. Swipe, meet, done. Αν δε “κολλήσει”, απλώς επόμενο. Στο feed της ζωής μας, όλα είναι προσωρινά. Το φλερτ έχει αντικατασταθεί από emoji, η αμηχανία από ghosting, και η οικειότητα από μια σειρά screenshots. Το σ#ξ έγινε small talk γιατί φοβόμαστε τη σιωπή. Φοβόμαστε τι μπορεί να ειπωθεί αν δεν κάνουμε κάτι.

Υπάρχει, όμως, κάτι πολύ ανθρώπινο μέσα σ’ αυτή την κούραση: η επιθυμία για ουσία. Για ένα άγγιγμα που δεν χρειάζεται εξήγηση, για ένα σώμα που δεν είναι απλώς επιφάνεια. Δεν είναι τυχαίο που μετά από ένα “εύκολο” βράδυ, πολλοί νιώθουν περισσότερο άδειοι απ’ ό,τι πριν. Γιατί το σώμα δεν ξεγελιέται· καταλαβαίνει πότε το άγγιγμα έχει νόημα και πότε απλώς γεμίζει τον χρόνο.

Το πιο ειρωνικό είναι πως το γρήγορο σ#ξ δεν μας κάνει πιο ελεύθερους· μας κάνει πιο ελεγχόμενους. Μας εγκλωβίζει σε μια λούπα απόγνωσης που ντύνεται με την ετικέτα της “ελευθερίας”. Η πραγματική ελευθερία είναι να επιλέγεις αν και πώς θέλεις να συνδεθείς — όχι να συνδέεσαι επειδή “έτσι κάνουν όλοι”. Το να έχεις επίγνωση του γιατί μπλέκεσαι, του τι ζητάς, του τι αντέχεις, είναι πιο επαναστατικό από όλο το casual sex του κόσμου μαζί.

Ίσως, τελικά, το 2025 το σ#ξ να μην είναι τόσο εύκολο όσο φαίνεται. Είναι διαθέσιμο, αλλά όχι απλό. Είναι παντού, αλλά σπάνια αγγίζει. Ίσως χρειάζεται να ξαναμάθουμε το φλερτ, το βλέμμα, την προσμονή. Να θυμηθούμε πως το να κάνεις έρωτα δεν είναι check-in, είναι συνομιλία. Και πως ο πιο ειλικρινής ερωτισμός είναι αυτός που δεν χρειάζεται άμυνες.

Μέχρι τότε, τα σώματα θα συνεχίσουν να συναντιούνται χωρίς να γνωρίζονται, τα μηνύματα θα γεμίζουν με “πότε σε βολεύει;” και το σ#ξ θα παραμένει το πιο εύκολο και το πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο. Γιατί δεν είναι θέμα πρόσβασης — είναι θέμα παρουσίας.

Αυτό είναι που ξεχάσαμε: δε χρειάζεται άλλο ένα match. Χρειάζεται να είμαστε εκεί.