Το 2018, η Έλενα Κρεμλίδου βρέθηκε αντιμέτωπη με έναν εφιάλτη που καμία γυναίκα δεν αξίζει να ζήσει. Ένας αστυνομικός την εκβίαζε: «Αν δε μου στείλεις νέες φωτογραφίες, από αύριο θα κυκλοφορήσουν όσες έχω». Από την επόμενη μέρα, πράγματι, οι φωτογραφίες της άρχισαν να διαρρέουν στο διαδίκτυο. Οι συνέπειες ήταν τεράστιες: η παραβίαση της ιδιωτικότητάς της, ο δημόσιος εξευτελισμός, και ο μόνιμος φόβος ότι «ό,τι ανεβαίνει στο διαδίκτυο, μένει για πάντα».

 


 

Μετά από χρόνια αναμονής, η δικαίωση ήρθε μερικώς στις 29 Οκτωβρίου 2025, όταν το δικαστήριο καταδίκασε τον κατηγορούμενο σε φυλάκιση δύο ετών με αναστολή και χρηματική ποινή. Όμως, όπως δήλωσε η ίδια, η δίκη δεν έμοιαζε με στιγμή κάθαρσης, αλλά με δεύτερη δοκιμασία: «Αν εμένα, που παλεύω τόσα χρόνια κι έφτασα σχεδόν τριάντα, μου έκαναν slut-shaming στη δίκη, πώς να πάει μια κοπέλα 20 ετών να το αντιμετωπίσει;», είπε βουρκωμένη.

Στην ελληνική κοινωνία, δυστυχώς, εξακολουθεί να επιβιώνει η λογική του «κάτι θα έκανε κι αυτή». Ο δημόσιος διάλογος γύρω από το revenge porn συχνά εστιάζει όχι στην εγκληματική πράξη της μη συναινετικής διαρροής υλικού, αλλά στο γεγονός ότι μια γυναίκα «τόλμησε» να στείλει μια φωτογραφία. Η Κρεμλίδου το διατύπωσε απλά αλλά εύστοχα: «Δεν έκανα κάτι λάθος. Το λάθος το έκαναν οι άλλοι».

 


 

Αυτό το «οι άλλοι» είναι το κλειδί. Γιατί στη ρίζα του slut-shaming υπάρχει η αντίληψη ότι η γυναίκα φέρει ευθύνη για την ίδια της τη θυματοποίηση. Αν κάποια γυναίκα εκφράσει τη σεξουαλικότητά της, ή απλώς εμπιστευτεί έναν σύντροφο, το σύστημα είναι έτοιμο να τη στιγματίσει και όχι να την προστατεύσει.

Η Κρεμλίδου περιέγραψε πως, ακόμη και μέσα στη δικαστική αίθουσα, ένιωσε σαν να πρέπει να απολογηθεί για την επιλογή της να εμπιστευτεί έναν άνθρωπο. Αυτό είναι το λεγόμενο «δευτερογενές τραύμα», όταν το θύμα αναγκάζεται να ξαναζήσει τη βία, αυτή τη φορά μέσα από τις ερωτήσεις, τα σχόλια ή τα υπονοούμενα που δέχεται κατά τη διάρκεια μιας διαδικασίας που υποτίθεται πως υπάρχει για να το προστατεύσει.

Το slut-shaming είναι ένα κοινωνικό όπλο. Ένας μηχανισμός που επιβάλλει σιωπή και ντροπή. Όσο οι γυναίκες νιώθουν πως θα κριθούν ή θα γελοιοποιηθούν αν μιλήσουν, τόσο περισσότερο ενισχύεται η ατιμωρησία. Η Κρεμλίδου, με την εμπειρία της, αναδεικνύει αυτό το παράδοξο: το ότι σε μια υπόθεση όπου ο δράστης είναι ξεκάθαρος, η κοινωνία καταφέρνει να κάνει το θύμα να αισθάνεται υπόλογο.

Τα τελευταία χρόνια, η ελληνική νομοθεσία έχει εξελιχθεί. Η μη συναινετική διαρροή προσωπικού ή ερωτικού υλικού, γνωστή ως revenge porn, αντιμετωπίζεται πλέον ως κακούργημα. Όταν όμως συνέβη η δική της υπόθεση, θεωρούνταν ακόμη πλημμέλημα. «Η δικαίωση ήρθε αργά και μερικώς», είπε. «Όμως χαίρομαι που πια ο νόμος αναγνωρίζει τη σοβαρότητα του εγκλήματος». Η νομική πρόοδος, όμως, από μόνη της δεν αρκεί. Οι θεσμοί, τα δικαστήρια, οι εισαγγελείς, οι δικηγόροι, όλοι χρειάζονται εκπαίδευση και ευαισθητοποίηση, ώστε να σταματήσει η επαναθυματοποίηση των γυναικών μέσα στις ίδιες τις αίθουσες όπου ζητούν δικαιοσύνη.

Κάθε φορά που ένα θύμα δέχεται σχόλια του τύπου «μα γιατί έστειλες φωτογραφίες;», ουσιαστικά του λέμε ότι η ευθύνη δεν ανήκει σε αυτό που του έκαναν, αλλά σε αυτό που τόλμησε να εμπιστευτεί. Το μήνυμα που στέλνει η Κρεμλίδου, λοιπόν, είναι ξεκάθαρο: «Η ντροπή πρέπει να αλλάξει πλευρά». Η ντροπή δεν ανήκει σε εκείνον ή εκείνη που αγάπησε, εμπιστεύτηκε ή εξέφρασε τη σεξουαλικότητά του. Ανήκει αποκλειστικά σε εκείνον που πρόδωσε αυτήν την εμπιστοσύνη και χρησιμοποίησε το σώμα και τη ζωή του άλλου για εξουσία ή εκδίκηση.

Δεν είναι μόνο τα δικαστήρια που χρειάζονται αλλαγή. Τα ΜΜΕ έχουν τεράστια ευθύνη στο πώς παρουσιάζουν τέτοιες υποθέσεις. Οι τίτλοι του τύπου «οι προκλητικές φωτογραφίες της τάδε» ή «το παρελθόν της δείχνει…» ενισχύουν την κουλτούρα της ντροπής και μειώνουν τη βαρύτητα του ίδιου του εγκλήματος. Αντί να αναπαράγουμε το τραύμα, πρέπει να αλλάξουμε τη συζήτηση. Από το «γιατί έστειλε;» στο «ποιος το διέρρευσε;». Από το «τι φόραγε;» στο «γιατί θεωρούμε ακόμη πως το σώμα μιας γυναίκας μάς ανήκει;».

Η Έλενα Κρεμλίδου, με την επιλογή της να σταθεί δημόσια απέναντι στην αδικία, προσφέρει κάτι μεγαλύτερο από μια προσωπική δικαίωση. Προσφέρει φωνή. Φωνή για τις δεκάδες γυναίκες που έχουν δει τη ζωή τους να καταρρέει μετά από μια διαρροή, για τις κοπέλες που φοβούνται να απευθυνθούν στην αστυνομία, για όσες πιστεύουν πως «κανείς δε θα τις πιστέψει».

Η κοινωνία μπορεί να αλλάξει, αλλά μόνο αν πάψει να κοιτάζει τα θύματα με καχυποψία και αρχίσει να τα κοιτάζει με σεβασμό. Η σεξουαλικότητα δεν είναι ντροπή, η εμπιστοσύνη δεν είναι λάθος, και το να διεκδικείς το δίκιο σου δεν είναι θράσος. Γιατί το slut-shaming είναι μια ακόμα μορφή βίας. Και όπως κάθε μορφή βίας, πρέπει να την κατονομάζουμε, να την πολεμάμε και, κυρίως, να στεκόμαστε δίπλα σε όσους την έχουν υποστεί.

 


 

Συντάκτης: Μαρία Γεωργίου