Στο παράθυρο ενός παλιού σπιτιού,
η κουρτίνα ανέμιζε αργά,
σαν χειρονομία σε κάποιον που δεν επιστρέφει.

Η σκιά της έπεφτε στο πάτωμα
σαν διάφανο πένθος,
χωρίς να ενοχλεί κανέναν.

Και όταν κάποιες φορές σταματούσε ο άνεμος,
η κουρτίνα έμενε ακίνητη,
σαν να κρατούσε την τελευταία ανάσα του χώρου.

Κατά το δειλινό,
το χρώμα του τοίχου γίνεται πιο βαθύ,
σαν να απορροφά όλα τα ανείπωτα.

Κι αργά το βράδυ,
το ίδιο παράθυρο μοιάζει να συρρικνώνεται,
φιλοξενώντας μόνο την παλιά ανάμνηση πως κάποτε έβλεπε την πιο ωραία θέα.

Συντάκτης: Στάθης Αναστασίου