Στη δεκαετία του ’60, στη Γορτυνία, στην καρδιά της Αρκαδίας, η ζωή κυλούσε ήσυχα. Τουλάχιστον έτσι φαινόταν. Γιατί πίσω από τα ήρεμα καφενεία, τα πέτρινα σπίτια και τις γιαγιάδες που έπλεκαν στις αυλές, υπήρχε μια κοινωνία που ήξερε πολύ καλά τι γινόταν… απλώς έκανε πως δεν βλέπει.

Εκείνα τα χρόνια, τα ερωτικά τρίγωνα δεν ήταν ούτε σπάνια ούτε –το κυριότερο– κατακριτέα. Αντίθετα, ήταν κάτι σαν «κοινό μυστικό». Όλοι ήξεραν, κανείς δεν μιλούσε και όλοι συνέχιζαν κανονικά τον καφέ τους. Γιατί; Διότι στη Γορτυνία ίσχυε ένας άγραφος νόμος: ό,τι δε χαλάει το χωριό, δε μας χαλάει κι εμάς.

Η ξενιτιά έπαιζε μεγάλο ρόλο. Πολλοί άντρες είχαν φύγει για Αθήνα, Γερμανία, Αμερική ή Αυστραλία, με την υπόσχεση «σε δυο χρόνια θα γυρίσω», που συνήθως κρατούσε δέκα. Πίσω έμεναν γυναίκες, νέες ακόμα, με χωράφια, παιδιά, πεθερικά και έναν χειμώνα που δεν έλεγε να τελειώσει. Κάπου εκεί, ανάμεσα στα ξύλα για τη σόμπα και το άρμεγμα, γεννιούνταν σχέσεις. Και το χωριό το ήξερε. Αλλά έκανε πως κοιτάζει αλλού.

Τα ερωτικά τρίγωνα δεν ήταν δράματα τύπου αρχαίας τραγωδίας. Ήταν περισσότερο σαν καλοκουρδισμένο ρολόι: ο ένας ήξερε, ο άλλος υποψιαζόταν και ο τρίτος… προσπαθούσε να μην προκαλεί. Το βασικό ήταν ένα: να μη γίνει ρεζίλι η οικογένεια και να μη σηκωθούν φωνές στην πλατεία. Όσο αυτά τηρούνταν, όλα ήταν υπό έλεγχο.

Οι γυναίκες, παρότι θεωρητικά «δεμένες» από τα ήθη της εποχής, είχαν στην πράξη μεγάλη δύναμη. Κρατούσαν σπίτια, παιδιά, περιουσίες και ισορροπίες. Έτσι, αν μια γυναίκα βρισκόταν στο επίκεντρο ενός ερωτικού τριγώνου, σπάνια τη χαρακτήριζαν «αμαρτωλή». Πιο συχνά έλεγαν: «Ε, μόνη της είναι, τι να κάνει;» Και η ζωή συνεχιζόταν.

Οι άντρες, από την άλλη, δεν ήταν άγιοι, αλλά ούτε και δαίμονες. Η απουσία, η κούραση και η σκληρή καθημερινότητα δημιουργούσαν καταστάσεις που όλοι καταλάβαιναν. Δεν υπήρχε χώρος για μεγάλες ηθικολογίες· υπήρχε μόνο η ανάγκη να μείνει το χωριό ενωμένο και ήσυχο.

Φυσικά, ζήλιες υπήρχαν. Κουτσομπολιά επίσης. Αλλά μέχρι εκεί. Ένα βλέμμα παραπάνω στο πανηγύρι, μια κουβέντα χαμηλόφωνα στον φούρνο και μετά πάλι σιωπή. Γιατί στη Γορτυνία του ’60 ήξεραν κάτι πολύ βασικό: η ζωή είναι δύσκολη και, αν αρχίσουμε να κρίνουμε ο ένας τον άλλον, δεν θα αντέξουμε ούτε τον χειμώνα.

Σήμερα, όλα αυτά μοιάζουν παράδοξα. Κι όμως, δείχνουν μια κοινωνία πιο ανθρώπινη απ’ όσο φανταζόμαστε. Πίσω από την αυστηρή εικόνα, υπήρχε κατανόηση, χιούμορ και μια συλλογική συμφωνία: τα ερωτικά τρίγωνα μπορεί να μπερδεύουν τις καρδιές, αλλά δεν χρειάζεται να μπερδεύουν και το χωριό.

Συντάκτης: Μαρίνα Παναγοπούλου