Υπάρχει μια στιγμή στη ζωή κάθε ανθρώπου που καταλαβαίνει ότι κάτι πρέπει να αλλάξει. Μια σχέση που δεν τον εκφράζει πια, ένα περιβάλλον που τον περιορίζει, μια συνήθεια που τον κρατά στάσιμο. Εκείνη τη στιγμή, η απόφαση να φύγει μοιάζει ξεκάθαρη. Συχνά μάλιστα, το να φύγεις είναι το εύκολο μέρος. Το δύσκολο αρχίζει μετά. Το δύσκολο είναι να μη γυρίσεις.

Το να φύγεις συνήθως γεννιέται από έντονα συναισθήματα: θυμό, απογοήτευση, πόνο, κούραση. Είναι μια πράξη άμυνας. Μια κίνηση επιβίωσης. Όταν κάτι μας πληγώνει επανειλημμένα, το σώμα και το μυαλό μας αναζητούν διέξοδο. Και τότε, η απομάκρυνση μοιάζει λογική, αναγκαία, σχεδόν αυτονόητη.

Όμως, όταν καταλαγιάσει η ένταση, εμφανίζεται η αμφιβολία. Για πολλούς ανθρώπους, ανεξαρτήτως φύλου, αυτή η αμφιβολία συνοδεύεται από ενοχές και έντονη αυτοκριτική, ιδιαίτερα όταν έχουν μάθει να βάζουν τις ανάγκες των άλλων πάνω από τις δικές τους. Οι αναμνήσεις γίνονται πιο γλυκές, οι λόγοι που έφυγες αρχίζουν να ξεθωριάζουν και το γνώριμο αποκτά ξανά έλξη. Εκεί δοκιμάζεται η απόφαση. Όχι στη στιγμή της φυγής, αλλά στη διάρκεια της απουσίας.

Το να μη γυρίσεις σημαίνει να αντέξεις τη μοναξιά που συχνά ακολουθεί την αλλαγή. Από ψυχολογικής πλευράς, αυτή η φάση μοιάζει με ένα είδος «στέρησης». Ο εγκέφαλος έχει συνηθίσει σε συγκεκριμένα ερεθίσματα, ακόμη κι αν αυτά συνδέονται με πόνο. Η απομάκρυνση από αυτά δημιουργεί άγχος, κενό και μια έντονη ανάγκη επιστροφής στο γνώριμο. Σημαίνει να μείνεις με τον εαυτό σου χωρίς το γνώριμο πλαίσιο που σε όριζε, ακόμη κι αν αυτό το πλαίσιο σε πλήγωνε. Είναι δύσκολο να αποχωρίζεσαι κάτι που γνωρίζεις καλά, ακόμη κι αν δε σου έκανε καλό. Το οικείο έχει δύναμη.

Πολλές φορές, αυτό που μας τραβά πίσω δεν είναι η αγάπη, αλλά ο φόβος του άγνωστου. Ο φόβος αυτός συχνά ενισχύεται από κοινωνικά στερεότυπα και ρόλους που ωθούν τους ανθρώπους να είναι «υπομονετικοί», «δοτικοί» και πάντα πρόθυμοι να αντέχουν. Φοβόμαστε μήπως δεν τα καταφέρουμε μόνοι μας. Μήπως η επιλογή μας ήταν λάθος. Μήπως δεν υπάρξει κάτι καλύτερο. Και έτσι, ο νους αρχίζει να διαπραγματεύεται: «Ίσως δεν ήταν τόσο άσχημα», «Ίσως αν προσπαθήσω λίγο ακόμα», «Ίσως να άλλαξε κάτι».

Το να μη γυρίσεις, όμως, απαιτεί εσωτερική δύναμη. Απαιτεί αυτό που στην ψυχολογία ονομάζεται συναισθηματική ανθεκτικότητα: την ικανότητα να αντέχεις δυσάρεστα συναισθήματα χωρίς να καταφεύγεις σε παλιούς, δυσλειτουργικούς μηχανισμούς άμυνας. Απαιτεί να εμπιστευτείς τον εαυτό σου και τη διαίσθησή σου. Να θυμάσαι τους λόγους που έφυγες όταν όλα μέσα σου σε σπρώχνουν να επιστρέψεις. Να αντέχεις την προσωρινή δυσκολία για χάρη μιας πιο αληθινής ζωής.

Δεν είναι εγωισμός να μη γυρίζεις εκεί που σε έχασες. Το να μην επιστρέφει κανείς εκεί όπου ακυρώθηκε, μειώθηκε ή σίγησε, είναι μια βαθιά πράξη αυτοσεβασμού και ψυχικής απελευθέρωσης. Η ψυχολογία δείχνει ότι πολλές επιστροφές δε γίνονται από αγάπη, αλλά από εξάρτηση. Όταν η αυτοεκτίμηση είναι χαμηλή, ο άνθρωπος προτιμά το γνώριμο που πονά, παρά το άγνωστο που φοβίζει. Είναι αυτοσεβασμός. Είναι η σιωπηλή δήλωση ότι αξίζεις κάτι περισσότερο από την επανάληψη του ίδιου πόνου. Ότι η ηρεμία σου είναι πιο σημαντική από τη συνήθεια. Ότι η εξέλιξη απαιτεί αποχωρισμούς.

Το να μη γυρίσεις δε σημαίνει ότι δεν πόνεσες ή ότι δεν αγάπησες. Σημαίνει ότι έμαθες. Σημαίνει ότι αναγνώρισες τα όριά σου και αποφάσισες να τα προστατεύσεις. Είναι μια πράξη ωριμότητας που δε φαίνεται, αλλά χτίζει σιγά σιγά έναν πιο σταθερό εαυτό.

Στην πραγματικότητα, το να μη γυρίσεις είναι μια καθημερινή επιλογή. Κάθε μέρα που περνά, επιλέγεις ξανά τον εαυτό σου. Κάθε μέρα που αντιστέκεσαι στο γνώριμο που σε κρατούσε πίσω, κάνεις ένα μικρό βήμα μπροστά.

Γιατί τελικά, το δύσκολο δεν είναι να φύγεις. Το δύσκολο είναι να αντέξεις τη σιωπή, τον φόβο και την αβεβαιότητα χωρίς να προδώσεις τον λόγο που έφυγες. Και αυτό, όσο επώδυνο κι αν είναι, είναι και το πιο γενναίο πράγμα που μπορεί να κάνει κανείς.

Συντάκτης: Τζοάννα Λέκα