Το «Δε Θέλω» της Anne Cassidy αποτελεί ένα από τα πιο τολμηρά και συγκλονιστικά εφηβικά μυθιστορήματα των τελευταίων χρόνων. Με άμεσο, ωμό αλλά ταυτόχρονα βαθιά ανθρώπινο τρόπο, η συγγραφέας καταγράφει την ιστορία μιας έφηβης κοπέλας που βιώνει τον πιο τρομακτικό εφιάλτη για κάθε γυναίκα: τον βιaσμό. Το βιβλίο δεν ωραιοποιεί, δεν κρύβει και δεν υπεκφεύγει· αντιθέτως, δίνει φωνή σε ένα χιλιοειπωμένο αλλά συχνά αποσιωπημένο θέμα, φωτίζοντας το πόσο εύθραυστες μπορούν να γίνουν οι ζωές των νέων μέσα σε ελάχιστες στιγμές.
Κεντρική ηρωίδα είναι η Στέισι, ένα συνηθισμένο κορίτσι, που θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε μαθήτρια λυκείου, φίλη ή κόρη. Μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ο αναγνώστης εισέρχεται στον ψυχισμό της και παρακολουθεί πώς μια σειρά από φαινομενικά απλές αποφάσεις —μια έξοδος με φίλους, μια γνωριμία, μια λάθος εμπιστοσύνη— οδηγούν σε μια τραγική εμπειρία. Η Cassidy δεν εστιάζει τόσο στο έγκλημα αυτό καθαυτό, όσο στις συνέπειές του: στο σοκ, την ενοχή, τη σιωπή, τον φόβο για το πώς θα αντιδράσουν οι άλλοι, την αίσθηση ότι η ζωή διαλύεται.

Ένα από τα δυνατά στοιχεία του βιβλίου είναι η απόλυτη ειλικρίνεια με την οποία παρουσιάζεται η ψυχολογική κατάρρευση της Στέισι. Η ηρωίδα δεν είναι «τέλεια» ούτε παρουσιάζεται ως η κλασική «ιδανική» επιζήσασα. Είναι ένα κορίτσι που κάνει λάθη, που μπερδεύεται, που αμφιβάλλει για τον εαυτό της. Ακριβώς γι’ αυτό γίνεται τόσο αληθινή. Η Cassidy αποφεύγει να θυματοποιήσει τη Στέισι με τρόπο που την αφαιρεί την προσωπική της δύναμη· αντίθετα, τη δείχνει να παλεύει να ανακτήσει τον έλεγχο της ζωής της, παρότι έχει βιώσει κάτι που δεν μπορεί να ξεχαστεί.
Το βιβλίο επιτελεί έναν σημαντικό κοινωνικό ρόλο: αποκαλύπτει τους μηχανισμούς που συχνά προστατεύουν τους θύτες και φιμώνουν τα θύματα. Η Στέισι διστάζει να μιλήσει —και όχι άδικα. Φοβάται ότι θα την κατηγορήσουν, θα αμφισβητήσουν την αλήθεια της, θα τη θεωρήσουν υπεύθυνη για ό,τι συνέβη. Αυτή η εσωτερική πάλη είναι από τα πιο ισχυρά σημεία του μυθιστορήματος, γιατί αντικατοπτρίζει δυστυχώς την πραγματικότητα που βιώνουν πολλές γυναίκες. Η συγγραφέας δεν παρουσιάζει απλά ένα ατομικό δράμα, αλλά μια κοινωνία που δυσκολεύεται να στηρίξει όσους έχουν ανάγκη.
Η αφήγηση είναι σύντομη, κοφτή και έντονη, πράγμα που συνάδει με τον χαρακτήρα του θέματος. Το βιβλίο δεν πλατειάζει, δεν κάνει εκπτώσεις και δε «χάνει χρόνο». Η γλώσσα του είναι άμεση, και αυτό ενισχύει την αίσθηση ότι ο αναγνώστης βρίσκεται μέσα στο μυαλό της Στέισι σε πραγματικό χρόνο, ζώντας τις στιγμές μαζί της. Αυτή η αμεσότητα καθιστά το «Δε Θέλω» ένα έργο που μπορεί εύκολα να συγκινήσει και να προβληματίσει τόσο τους νέους όσο και τους ενήλικες.
Παρά τον σκοτεινό πυρήνα της ιστορίας, το βιβλίο αφήνει χώρο και για ελπίδα. Η Στέισι βρίσκει τη δύναμη να μιλήσει, να διεκδικήσει δικαιοσύνη, να πάρει πίσω κομμάτια από τον εαυτό της που νόμιζε πως χάθηκαν για πάντα. Η πορεία αυτή δεν παρουσιάζεται ως εύκολη ή γραμμική, αλλά ως μια διαδικασία που απαιτεί χρόνο, υποστήριξη και αυτογνωσία.
Το «Δε Θέλω» αποτελεί τελικά ένα έργο που τολμά να θίξει ένα από τα πιο δύσκολα και επίκαιρα ζητήματα, με τρόπο που σέβεται την αλήθεια των θυμάτων και καλεί την κοινωνία να δείξει περισσότερη ενσυναίσθηση και αλληλεγγύη. Είναι ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί όχι μόνο για την ιστορία του, αλλά και για την απαραίτητη συζήτηση που προκαλεί.
