Ξέρεις εκείνο το συναίσθημα όταν πιάνεις ένα βιβλίο «για να δεις τι παίζει» και ξαφνικά έχεις χαθεί μέσα του για ώρες, χωρίς να το πάρεις χαμπάρι; Ε, αυτό έπαθα με τα «Ένοχα Μυστικά» της Ντόρας Γιαννακοπούλου. Το ξεκίνησα χαλαρά, ένα απόγευμα που υποτίθεται θα έκανα «λίγο διάβασμα πριν τον ύπνο», και τελικά βρέθηκα να γυρίζω σελίδες σαν να ψάχνω κωδικό σε χρηματοκιβώτιο. Είναι από αυτά τα βιβλία που δε σου αφήνουν περιθώριο να «το συνεχίσεις αύριο». Θες να μάθεις, θες να ξεσκεπάσεις, θες να δεις τι κρύβεται παρακάτω.
Η Γιαννακοπούλου έχει ένα ταλέντο να σε βάζει στην ιστορία σαν να είσαι κι εσύ ένας από τους χαρακτήρες. Όχι θεατής από μακριά—όχι. Σαν να κάθεσαι στη γωνία του δωματίου και να παρακολουθείς όλα όσα συμβαίνουν χωρίς να σε βλέπουν. Από τις πρώτες σελίδες σε πιάνει εκείνη η γνώριμη ανησυχία: «Ωχ, εδώ κάτι δεν πάει καλά…» Κι όσο προχωράς, τόσο το νιώθεις να χτίζεται αυτό το μυστήριο, αυτό το σκοτεινό πλέγμα που πλανάται πάνω από τους πρωταγωνιστές.
Οι χαρακτήρες; Ρεαλιστικοί. Πάρα πολύ ρεαλιστικοί. Από εκείνους που δεν τους συμπαθείς απαραίτητα όλους—και αυτό είναι που τους κάνει ανθρώπινους. Καθένας κουβαλάει τα δικά του, τις τύψεις του, τις φοβίες του, τα ένοχα μυστικά του (ναι, ο τίτλος δεν είναι τυχαίος). Και κάπως έτσι, χωρίς να το καταλάβεις, αρχίζεις να τους ψυχολογείς σαν να είναι φίλοι σου που σου εκμυστηρεύονται πράγματα με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι. Ποιος λέει αλήθεια; Ποιος κρύβει τι; Ποιος προσπαθεί να προστατεύσει, και ποιον; Σου δημιουργεί εκείνη τη λαχτάρα να μπεις στο μυαλό τους για να καταλάβεις τι πραγματικά συμβαίνει.
Αυτό όμως που μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση είναι ο τρόπος που η συγγραφέας χτίζει την ένταση. Δε σου τα πετάει όλα στο πιάτο από την αρχή, ούτε σε αφήνει να χαλαρώσεις. Είναι σαν να σε κρατάει από το μανίκι και να σου λέει: «Μη φύγεις ακόμα, έχει κι άλλο.» Και κάθε φορά που νομίζεις πως έχεις καταλάβει πού πάει η ιστορία, σου πετάει μια μικρή ανατροπή που σε κάνει να ξανασκεφτείς τα πάντα. Δεν είναι από αυτά τα βιβλία που βασίζονται σε μία γιγαντιαία ανατροπή στο τέλος· είναι περισσότερο μια αλυσίδα μικρών αποκαλύψεων που σε κρατούν συνεχώς σε εγρήγορση.
Άσε που το ύφος της Γιαννακοπούλου είναι εξαιρετικά ευχάριστο. Ρέει σαν γάργαρο νεράκι, χωρίς υπερβολές, χωρίς πομπώδεις εκφράσεις, χωρίς φλυαρίες. Γράφει σαν να σου αφηγείται μια ιστορία που όντως συνέβη. Και αυτό κάνει το βιβλίο ακόμη πιο δυνατό, γιατί σε πείθει. Σου δημιουργεί εκείνο το «ρε φίλε, λες;» που δεν είναι εύκολο να πετύχεις.
Αυτό που μου άρεσε επίσης πολύ είναι ότι ενώ το βιβλίο έχει μυστήριο, δεν περιορίζεται μόνο σε αυτό. Υπάρχει συναίσθημα, υπάρχουν σχέσεις, υπάρχουν πληγές και λάθη που κουβαλούν οι ήρωες. Είναι μια ιστορία που θα σε κάνει και να σκεφτείς και να νιώσεις—όχι απλώς να προσπαθήσεις να λύσεις έναν γρίφο.
Αν μου έλεγες να σου το προτείνω ή όχι, θα σου έλεγα χωρίς δεύτερη σκέψη: διάβασέ το. Είναι από αυτά τα βιβλία που τελειώνεις και σκέφτεσαι «ωραία, αυτό άξιζε τον χρόνο μου». Κι αν σου αρέσουν οι ιστορίες γεμάτες μυστήριο, ανθρώπινα λάθη και ανατροπές που δεν προσπαθούν να εντυπωσιάσουν αλλά να υπηρετήσουν την αφήγηση, τότε ακόμα καλύτερα.Οπότε ναι: πάρε τον καφέ σου, ή το κρασί σου, βρες μια αναπαυτική γωνίτσα, και βυθίσου στα «Ένοχα Μυστικά». Θα σε κερδίσουν πριν το καταλάβεις.
