Η χειρότερη μέρα της ζωής μου ξημέρωσε και δε φαινόταν τι θα μου έφερνε. Ήταν Τρίτη και κανονικά είχα ρεπό γιατί την επόμενη ημέρα είχα την απογραφή. Ήμουν σερί δεκατρείς μέρες και το σπίτι μου ήταν σε άθλια κατάσταση.
Σηκώθηκα από το κρεβάτι γύρω στις 8 αν και το προηγούμενο βράδυ ο Μορφέας είχε καθυστερήσει επιδεικτικά να με παρασύρει στο χορό του. Μολονότι δεν είχα κοιμηθεί αρκετά, ένιωθα έτοιμη για όλες εκείνες τις δουλειές που πρέπει να γίνουν. Εκείνος ο βήχας που είχε γίνει μπελάς τις προηγούμενες μέρες σήμερα είχε γίνει λίγο παραπάνω εκνευριστικός. Εγώ όμως συνέχιζα κανονικά να καπνίζω.
Έφτιαξα αυτό το περίεργο ρόφημα που έχω βαφτίσει καφέ, με το ξυλάκι κανέλας, τον ελληνικό και τη ζάχαρη όλα ανακατεμένα με νερό, έστριψα το πρώτο τσιγάρο της ημέρας και ξεκίνησα να γράφω τη λίστα με όλα όσα έπρεπε να κάνω. Ο βήχας εκεί αλλά πεισματάρικα του σήκωνα το μεσαίο δάχτυλο νοερά κι έπαιρνα ρουφηξιές από την νικοτίνη για να συνέλθω. Σκούπισμα, σφουγγάρισμα, ξεσκόνισμα, πλυντήριο και παει λέγοντας. Η ώρα περνούσε και εγώ σαν καλή νοικοκυρά περίμενα το πλυντήριο να τελειώσει για να απλώσω. Αφηρημένα κοίταξα το ρολόι και σκέφτηκα ότι αν δούλευα θα έπρεπε να είμαι στο λεωφορείο για να μην αργήσω. Δεν σκεφτόμουν καλύτερα τα νούμερα του τζόκερ εκείνη τη στιγμή! Χτύπησε το κινητό μου, διάβασα το όνομα, η εργοδότριά μου. Αυτή η αντιπαθητική γυναίκα που μιλάει με την βοήθεια της μύτης και είναι τόσο ξινή που τα λεμόνια την έχουν χρήσει βασίλισσά τους.
“Καλημέρα” μουρμούρισα παίζοντάς το κοιμισμένη αλλά ήμουν σίγουρη ότι κάποια από τις άλλες κοπέλες κάτι έπαθε κι εγώ πρέπει να πάρω την θέση της. Είχα δίκιο, η γλυκιά μου η Γ. έχασε τον παππού της, κάτι που ξέραμε ότι θα συμβεί αλλά και πάλι ήταν δυσάρεστο αν σκεφτείς πόσους αγαπημένους είχε χάσει αυτό το κορίτσι, παρά τα 19 της χρόνια. Εξήγησα στην βασίλισσα λεμόνι ότι 5 λεπτά πριν ανοίξει το μαγαζί δεν μπορώ να διακτινιστώ, ενώ κοιμόμουν. Μου είπε ότι δεν την αφορά, αρκεί μέσα στο επόμενο μισάωρο να είμαι στο μαγαζί. Εντάξει, είπα, ενώ ταυτόχρονα έκανα απρεπέστατες χειρονομίες στο τηλέφωνό μου και το έκλεισα. Τουλάχιστον δε δουλεύει η Φωνακλού σήμερα σκέφτηκα. Φωνακλού είναι το παρατσούκλι που είχα δώσει σε μια συνάδελφο που ξέχασα το όνομά της στην πορεία του χρόνου αλλά αυτό που θυμάμαι είναι ότι μπροστά στους πελάτες, αν την ρώταγες κάτι, φώναζε γιατί ήθελε να δείξει πόσο ανώτερη ήταν. Δυστυχώς, όμως, οι 3 αδερφές γελούσαν με εμένα εκείνη τη στιγμή.
Μετά από ακόμα μία κρίση βήχα σκέφτηκα ότι το έχω αρπάξει το κρυολόγημά μου αλλά δεν θα Άφηνα την Λ. μόνη της 8 ώρες σε ένα μαγαζί που Χριστουγεννιάτικα θα γίνεται χαμός ενώ μόλις είχε αποβάλλει. Καλά είχαν πάει οι γιορτές και για τις 4 εργαζόμενες σε εκείνο το μαγαζί. Ξεκίνησα να ντύνομαι και ταυτόχρονα να βήχω αλλά να μη δίνω σημασία, ενώ το τσιγάρο μου έφευγε από το χέρι μου μόνο για να κάνω κάτι. Να δέσω τα κορδόνια μου, να χτενίσω τα μαλλιά μου, να βάλω τα σκουλαρίκια μου.Ένα δεκαπεντάλεπτο μετά ήμουν ευπαρουσίαστη και ξεκινούσα για το μαγαζί με ένα ακόμα τσιγάρο στο χέρι. Αλήθεια, πόσα έκανα εκείνο το πρωί.
Μπήκα μέσα στο λεωφορείο κι έβαλα τα ακουστικά μου. Έβαλα το τραγούδι μου στη διαπασών μόνο και μόνο για να αποσπάσω τη προσοχή μου από ένα ζευγάρι που καθόταν απέναντί μου. Δάκρυα γέμισαν τα μάτια μου. Πόσο καιρό θα έκανα να βρω και εγώ το σωστό άνθρωπο για εμένα. Κατέβηκα στη στάση μου και έβαλα το ψεύτικο χαμόγελο. Κανένας δεν έπρεπε να δει την πανοπλία μου να σπάει. Ήμουν η δυνατή, η ανεξάρτητη που έμενε 300 χιλιόμετρα μακριά από την οικογένεια. Δεν έπρεπε κανένας να δει την αλήθεια. Έφτασα στο κατάστημα και προχώρησα στο ταμείο που η Φωνακλού μου είπε καλημέρα. Τα έχασα. “Η Λ. πονούσε” μου είπε και η απογοήτευσή μου έπιασε κόκκινα. “Καλά θα πάει κι αυτό!” σκέφτηκα ενώ κρεμούσα το μπουφάν μου στον καλόγερο.
Ξεκίνησα αφηρημένα να τραγουδάω εκείνο το χριστουγεννιάτικο τραγούδι που όλοι έχουμε φτάσει να λέμε «ξεπέρασέ την πια. Σου ποδοπάτησε την καρδιά το καταλάβαμε ξεκόλλα, δώσε την αλλού».
“Μαρίνα!” άκουσα μία τσιρίδα ενώ δίπλωνα κάτι μαξιλαροθήκες “Τράβα δεύτερο φέρε λαμπάκια!” .”Είσαι τυχερή που έχω ανάγκη τα χρήματα!” σκέφτηκα ενώ έμπαινα στο ασανσέρ και ψιθύριζα βρισιές σε όσες γλώσσες ήξερα. Βρήκα τα λαμπάκια που για ακόμα μία φορά τους είχαν αλλάξει θέση μέσα στην αποθήκη, τα έβαλα στο ασανσέρ και πάτησα το 0 για να πάω στο ισόγειο ενώ μία ακόμα κρίση βήχα με έπιασε. Το μικρό κιβώτιο του ανελκυστήρα κατέβαινε κι εγώ έβηχα ενώ ένιωθα κάπως βαρύ το κεφάλι μου. “Σίγουρα την άρπαξα!” σκέφτηκα. Έβαλα τα λαμπιόνια στη θέση τους και συνέχισα να κάνω κύκλους στο μαγαζί για να βάλω τα πράγματα στη σειρά τους. Κινούμενη συνεχώς με την “αξιολάτρευτη” φωνή της συναδέλφου να γαβγίζει εντολές. Τα νεύρα μου σε πολύ άσχημη κατάσταση κι αυτός ο βήχας δυνάμωνε συνεχώς· είχε αρχίσει να με ενοχλεί το στήθος μου αλλά δεν έδινα σημασία. Με το χαμόγελο εξυπηρετούσα.
Νόμιζα ότι περνούσαν ώρες, ενώ στη πραγματικότητα είχαν περάσει λεπτά, λες και το ρολόι μου προσπαθούσε να σταματήσει αυτό που ερχόταν. Στη μέση του οκταώρου άκουσα για ακόμα μία φορά την “γλυκιά” τσιριχτή φωνή της να λέει το όνομά μου. Ήθελα να ουρλιάξω “ΣΚΑΣΕ! αλλά συγκρατήθηκα και την πλησίασα με το χαμόγελο. “Τι έπαθες κορίτσι μου;” είπα όσο πιο γλυκά μπορούσα κι ας κατέστρωνα σχέδια στο μυαλό μου για τα φρικτά βασανιστήρια που ήθελα να περάσει στα χέρια μου. “Είναι ώρα για το διάλειμμά μου, τον νου σου στο ταμείο. Αν γίνει λάθος θα τα βάλεις εσύ γιατί εγώ είμαι πολύ καλή ταμίας!” Κούνησα το κεφάλι καταφατικά και σκεφτόμουν αν άξιζε να πάω στη φυλακή για σωματικές βλάβες. Γέλασα με τον εαυτό μου κι ακόμα μια κρίση βήχα ήρθε. Το στήθος μου πονούσε πολύ αλλά δεν θα της έκανα την χάρη να της δείξω στο ελάχιστο ότι έχει τραντάξει την πανοπλία μου με το δύστροπο χαρακτήρα της. Η “πολύ καλή ταμίας” που δεν είχε την μισή δική μου προϋπηρεσία σε ταμεία. Πάλι έπαιζε το τραγούδι με τον άλλο να μας λέει ότι της έδωσε την καρδιά του κι αυτή τη πέταξε στα σκουπίδια. Σκέφτηκα να πιάνω την κοντή, να τη σηκώνω στον αέρα και να την πετάω στα σκουπίδια. Μου ξέφυγε ένα γέλιο δυνατό και γάργαρο. Πνίγηκα με το βήχα μου και χρειάστηκα ένα χαρτομάντιλο για να καλύψω το στόμα μου. Έφτυσα αρκετό φλέμα και συνέχισα τη δουλειά μου.
Αφού πέρασαν βασανιστικά αργά οι ώρες μέχρι το σχόλασμα, ο λαιμός μου ήταν βραχνιασμένος και το κεφάλι μου γύριζε. Άφησα την συνάδελφο και βγήκα έξω από το κατάστημα να κάνω ένα τσιγάρο. Άναψα το τσιγάρο ενώ την περίμενα να τελειώσει με την καταμέτρηση του ταμείου και τον υπεύθυνο να έρθει να πάρει την είσπραξη. Μου τηλεφώνησε η εργοδότριά μου και με ενημέρωσε ότι ο υπεύθυνος θα καθυστερήσει γιατί θα πάει πρώτα σε άλλο κατάστημα και το δικό μας θα είναι το τελευταίο που θα περάσει, την ευχαρίστησα και το έκλεισα. Ξεκίνησα πάλι να βήχω κι έφτυσα ακόμα μία φορά αλλά το τσιγάρο δεν το πέταξα από τα χέρια μου.
Αυτή η εκνευριστική κοντή βγήκε και κλείδωσε το κατάστημα λέγοντας πόσο βιάζεται να φύγει να πάει σπίτι της για να βγει με τον καλό της που είχε οργανώσει ρομαντικό δείπνο σε καλό εστιατόριο της περιοχής. Προσπάθησα να κρύψω την απογοήτευσή μου μιας και αυτή η γυναίκα με τον τόσο δυσάρεστο χαρακτήρα είχε σύντροφο κι εγώ ήμουν μόνη μου. Για ακόμα μία φορά ένιωσα το κάψιμο στο στήθος μου που επέμενε εδώ και ώρες ενώ της εξηγούσα ότι θα αργήσει ο υπεύθυνος. Εκνευρισμένη έπιασε το κινητό της και τηλεφώνησε κάπου ξεκινώντας να με βρίζει αισχρά και κατέβηκε το πεζοδρόμιο για να περάσει απέναντι . Κοίταξα τον ουρανό και ρώτησε νοερά “Τι σου έχω κάνει και με βασανίζεις έτσι;!” όμως πριν προλάβω να κατεβάσω πάλι το βλέμμα μου άκουσα έναν δυνατό κρότο και τις κόρνες.
Το βλέμμα μου στράφηκε στον δρόμο και την είδα γονατιστή κάτω να κλαίει και να κρατάει το χέρι της. Λίγο πιο πέρα ένα μηχανάκι πεσμένο με ένα παλικάρι να ξεκουμπώνει το κράνος του που είχε διαλυθεί, να λέει κάποια προσευχή προς το Θεό. Πετάχτηκα όρθια παρατώντας τα πάντα κι έτρεξα να την βοηθήσω να σηκωθεί. Δεν είδα αίμα κάπου, αλλά έκλαιγε κι έλεγε πως πονάει. Τη σήκωσα με κόπο, κάποιος είπε να καλεσει την αστυνομία ένας, άλλος να καλεστεί ασθενοφόρο κι εγώ υπνωτισμένη να κάνω όσα χρειάζονται για να μπορέσω να βοηθήσω έναν άνθρωπο που μου έβγαζε το λάδι εδώ και μήνες. Πάλι και πάλι.
Τη βοήθησα να καθίσει στο πεζοδρόμιο κι έτρεξα απέναντι να καλέσω και να ενημερώσω τους εργοδότες μας όταν ο βήχας μου με συγκλόνισε πολύ πιο δυνατά από οποιαδήποτε προηγούμενη φορά κι έβγαλα ένα χαρτομάντηλο. Το έφτυσα ενώ ταυτόχρονα πληκτρολογούσα τον αριθμό της Κυρίας Ξινής αλλά όταν πήγα να πετάξω το χαρτί παρατήρησα ότι είχε μία διακριτική ροζ απόχρωση. Πάνω στον πανικό μου για τη λαβωμένη δεν έδωσα σημασία και ξεκίνησα τα τηλέφωνα. Της ζήτησα με τρόπο να μου δώσει τον φάκελο με την είσπραξη και ήμουν δίπλα της. Την είχα στην αγκαλιά μου να κλαίει, ενώ ταυτόχρονα με έβριζε που δεν ήμουν μαζί της όταν προσπάθησε να περάσει τον δρόμο για να τη σώσω ή να χτυπήσει εμένα το μηχανάκι που είμαι πιο χοντρή κι αντέχω, αλλά το ήξερε πως δεν κάνω για τίποτα. Η οργή μου συγκρατιόταν και κρυβόταν πίσω από μία μάσκα που όποιος δε με ήξερε θα νόμιζε ότι ήταν αγωνία για τη “φίλη” μου. Κάπου στα ενδιάμεσα γυρνούσα το πρόσωπό μου κι έβηχα στον ώμο μου. Η ροζ απόχρωση στο χαρτί είχε διαφύγει τελείως από τη μνήμη μου όταν επιβιβάστηκε στο ασθενοφόρο και με διέταξε για τελευταία φορά να περιμένω την τροχαία για να δώσω κατάθεση.
Βρήκα ένα πεζούλι και βολεύτηκα να περιμένω την αστυνομία και τον υπεύθυνο για την είσπραξη. Έστριψα κι άναψα ακόμα ένα τσιγάρο με το χέρι μου να τρέμει. Ο υπεύθυνος ήρθε μερικά λεπτά αργότερα και κοιτώντας με μου είπε ότι πρέπει να έχω πυρετό γιατί ήμουν άσπρη σαν το πανί. Από την άλλη μεριά, μόλις το είπε συνειδητοποίησα ότι έκαιγα ολόκληρη, ενώ του έδωσα το φάκελο για να φύγει αφήνοντάς με στην ησυχία μου να περιμένω την αστυνομία. Περπατούσα πίσω στο πεζούλι μου και ξεκίνησα να βήχω ξανά κι ένα χαρτομάντηλο βρέθηκε κοντά στο στόμα μου. Πέταξα όλο το δηλητήριο πάνω του και τότε το είδα καθαρά. Ήταν αίμα! Έφτυνα αίμα! Έκατσα στο πεζούλι ενώ περνούσαν όλα τα κακά του σύμπαντος μέσα από το μυαλό μου. Έπρεπε να πάω στο νοσοκομείο. Οι γονείς μου ήταν μακριά, ποιος θα με πήγαινε;
Πήρα με τη σειρά τα τηλέφωνα των ανθρώπων που είχα στη Πάτρα. Με το ζόρι μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Όλοι το ίδιο ψέμα. “Μη στεναχωριέσαι που είσαι μόνη σου εδώ, αν με χρειαστείς θα έρθω!” . Κάλεσα το πρώτο τηλέφωνο, χωρίς περιστροφές κι ανάμεσα σε ένα ακόμα τράνταγμα εξήγησα ότι θέλω να με πάει στο νοσοκομείο γιατί αιμοπτύω. Η απάντηση που πήρα ήταν μια αισχρή φράση και το παρατσούκλι ψεύτρα, μαζί με το χαρακτηριστικό τουτ τουτ που κάνει το τηλέφωνο όταν τερματίζεται μια κλήση. Ασυγκίνητη πάτησα κι έβαλα τον αριθμό στη λίστα ανεπιθύμητων.
Το δεύτερο τηλεφώνημα ξεκίνησε κι εγώ άκουγα ένα επίκαιρο τραγούδι να μου μιλάει για χαμένες αγάπες και χαμένα όνειρα. Ο συνομιλητής μου το σήκωσε λαχανιασμένος. “Δεν είναι η κατάλληλη ώρα για κουβέντα!¨ μου είπε και τερμάτισε την κλήση πριν προλάβω να μιλήσω. Με την καρδιά μου να χορεύει τσιφτετέλι από φόβο, θυμό κι απογοήτευση έβαλα κι αυτή την επαφή στη λίστα αγνόησης και προχώρησα στη τρίτη.
Το τηλέφωνο καλούσε ξανά και ξανά αλλά δεν απαντούσε κανένας κι εκείνη την στιγμή ένας αστυνομικός με πλησίασε και με ρώτησε αν έγινε ένα τροχαίο εδώ και αν ήμουν παρούσα. Στον αυτόματο πιλότο απαντούσα στις ερωτήσεις του. ‘Τι συνέβη; το όνομά σας; το όνομα της συναδέλφου που χτύπησε; Πού μένετε; πότε γεννηθήκατε;’ Απάντησα σε όλα και όταν του είπα ότι σε λιγότερο από εβδομάδα είχα γενέθλια, μου είπε να τα εκατοστίσω κι έφυγε. Ακόμα ένα τράνταγμα με συγκλόνισε κι έβγαλα από μέσα μου περισσότερο αίμα από πριν. Ξεκίνησα απελπισμένη να κλαίω.
Κανένας δεν θα ερχόταν μαζί μου στο νοσοκομείο γιατί πολύ απλά κανένας δε νοιαζόταν. Ήμουν μόνη μου. Έσκυψα το κεφάλι κάτω και κρύφτηκα πίσω από τα μαλλιά μου, ενώ μικροί λυγμοί τράνταζαν το κορμί μου. Με χέρια που έτρεμαν με αγκάλιασα νιώθοντας ότι καίω και ψιθύριζα λόγια παρηγοριάς στο φοβισμένο κοριτσάκι μέσα μου, ακούγοντας χαρούμενους ανθρώπους να περνάνε από μπροστά μου και να τραγουδούν κάποιο χριστουγεννιάτικο τραγούδι.
Κατέβασα τα χέρια μου από το σώμα μου που έτρεμε, σκούπισα τα μάτια μου με την αναστροφή της παλάμης μου και ξεκίνησα να μου δίνω νοερές εντολές. “Σήκω! Δε θα έρθεις κανείς μόνο εσένα έχεις! Θάρρος! Χαμογέλα για μένα! Ξέρω φοβάσαι αλλά δε θα το δείξεις, ποτέ δε δείχνεις τα συναισθήματά σου. Την πανοπλία σου τώρα. Φόρα τη! Βάλε τα ακουστικά στη διαπασών και ξεκίνα να ψιθυρίζεις τους στοίχους από όποιο τραγούδι παίζει. Δε με νοιάζει καν το!”
Σκούπισα μερικά ακόμα δάκρυα που τρέχανε με τον αντίχειρα μου και ξεκίνησα να περπατάω προς το σπίτι μου. Έπρεπε να κάνω μπάνιο πριν πάω στον γιατρό. Έπρεπε να φτιάξω ένα μικρό σακίδιο με πιζάμες παντόφλες κτλ. Μπορεί να μην ήταν κάτι σοβαρό αλλά μπορεί και να ήταν και να χρειαζόμουν εισαγωγή. Τι θα έκανα σ’ αυτή τη περίπτωση; Ένα βήμα τη φορά, με μάλωσα. Θα δούμε. Έπρεπε να ειδοποιήσω και τη βασίλισσα Λεμόνι. Βαθιά ανάσα. Μέσα από τη μύτη έξω από το στόμα. Τα δάκρυα κρύφτηκαν για καλά. Την κάλεσα και την ενημέρωσα για την υγεία μου και για το γεγονός ότι κατευθυνόμουν στο νοσοκομείο. Ξεκίνησε να φωνάζει υστερικά μέσα στ’ αυτί μου που βρήκα τη χειρότερη στιγμή να αρρωστήσω ενώ μας περίμενε η απογραφή την επόμενη μέρα κι εγώ πολύ απλά της είπα ότι αν θέλει να με απολύσει δε με αφορά. Προείχε η υγεία μου και σ’ αυτή θα έδινα βαρύτητα.
Έφτασα σπίτι, άναψα το θερμοσίφωνα και περίμενα να ζεσταθεί το νερό. Έπιασα ένα μικρό σακίδιο πλάτης κι έβαλα μέσα τα απαραίτητα. Έβαλα το λαπτοπ να παίζει μηχανικά μουσική ενώ ξεκίνησα να φορτίζω το κινητό και τα ακουστικά μου. Σίγουρα θα σου πάρουν αίμα σκέφτηκα ενώ έψαχνα τι ρούχα θα φορέσω κι έβαλα ένα κοντομάνικο μπλουζάκι κάτω από τη χοντρή μάλλινη ζακέτα μου. Μου χαμογέλασα στο καθρέφτη για την προνοητικότητά μου ενώ έβγαζα τα ρούχα μου για να κάνω μπάνιο. Ο πυρετός είχε πέσει κι είχα ιδρώσει. Ετοιμάστηκα μέσα σε χρόνο ρεκορ για τα δεδομένα μου. Έπιασα το σακίδιο, το πέρασα στον ώμο και ξεκίνησα για το νοσοκομείο.
Το αίσθημα της αυτοσυντήρησης έδινε εντολές στον εγκέφαλό μου. Μπήκα σ’ ένα ταξί που με πήγε 16 χιλιόμετρα μακριά στο νοσοκομείο που εφημέρευε. Παναγία βόηθα. Πριν μπω έκανα το σταυρό μου. Μπήκα μέσα με πόδια που έτρεμαν και είπα το Αμκα μου και τον λόγο της επίσκεψης. Ακόμα και τώρα είχα μία κρυφή ελπίδα ότι θα έρθει κάποιος, για να είναι εδώ για μένα. Όλοι γύρω ήταν με κάποιον. Ζευγάρια , γονείς με παιδιά κάθε ηλικιών. Ήταν γεμάτο. Θα αργούσαν να με δουν. Ξεκίνησα νοερά να με προετοιμάζω για τη βελόνα. Σίγουρα θα μου έπαιρναν αίμα. Είσαι εδώ, έλεγα στον εαυτό μου. Είσαι δυνατή, θαρραλέα κι ακόμα και εδώ μέσα φοράς την πανοπλία σου. Χαμογελάς στα παιδάκια κι έκανες εκείνη την μπέμπα να γεμίσει αυτή την κρύα αίθουσα με το γέλιο της όταν ξεκίνησες να παίζεις μαζί της. Μία βελόνα φοβάσαι;
Μετά από τρεις ώρες με φώναξαν σε ένα δωμάτιο, με ρώτησαν τι συμβαίνει κι έδωσα λίγο αίμα να δουν τι γίνεται με το οξυγόνο και τα άλλα αέρια στο κορμί μου. Παράλληλα με ενημέρωσαν ότι για παν ενδεχόμενο θα πρέπει να μου βάλουν μια πεταλούδα στο χέρι, να δώσω ούρα, να με δει ο ΩΡΛ μήπως υπάρχει κάποιο χτύπημα στον λαιμό εσωτερικά και να κάνω μία αξονική θώρακα. Υπάκουσα σε όλα με ένα χαμόγελο. Έπαιζα κρυφτό με τη νοσοκόμα για την πεταλούδα αλλά το περίεργο είναι ότι αυτή κρυβόταν, όχι εγώ. Δύο ώρες την κυνηγούσα μέσα στους διαδρόμους. Ακόμα και τώρα αναρωτιέμαι πώς χάθηκε 3 φορές το δείγμα των ούρων μου. Ο γιατρός που κοίταξε τον λαιμό μου πρέπει να με σκέφτεται ακόμα και να γελάει γιατί παρά τον φόβο μου προσπαθούσα να κάνω αυτό που κάνω πάντα, τους άλλους να γελάνε.
Οι ώρες περνούσαν αργά και κάποια στιγμή πήρε τηλέφωνο η μαμά μου. Το σήκωσα ήρεμα. Της είπα ότι τελικά δούλεψα και ότι επέστρεφα εκείνη τη στιγμή σπίτι γιατί μετά τη δουλειά πήγα για καφεδάκι με την Λ. Της είπα κι άλλα ψέματα γιατί δεν ήθελα να ξέρει τίποτα. Περνούσα την χειρότερη μέρα της ζωής μου κι αυτό που με ένοιαζε ήταν να μην στεναχωρήσω κανέναν με την κατάστασή μου. Πριν το κλείσει μου είπε ότι μ’ αγαπάει και της λείπω. Μόλις τερμάτισα την κλήση, βγήκα έξω, έριξα κάτω τα μαλλιά μου και ξεκίνησα να κλαίω κρυμμένη πίσω από αδιάκριτα βλέμματα. Με πονούσαν τα χέρια μου από τις βελόνες ενώ η μάλλινη ζακέτα σκάλωσε στην πεταλούδα, οπότε έβγαλα το ένα μανίκι και το έριξα στον ώμο μου. Κλαίγοντας όσο πιο αθόρυβα μπορούσα, ξεκίνησα να προσεύχομαι ενώ το χέρι που ήταν ακόμα μέσα στη ζακέτα με αγκάλιαζε προστατευτικά.
Πέρασαν ώρες. Κάποια στιγμή άκουσα κι ένα καλή χρονιά. “Μπήκε το 2025”. Πήγαινα ανά τακτά διαστήματα και να ρωτήσω πότε θα έχω ενημέρωση. “Περιμένετε κυρία μου! Πολύ βιάζεστε!” Ένας αθυρόστομος νταλικέρης μέσα μου κρατιόταν με νύχια και με δόντια για να μη βγει και την στολίσει σαν Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Είχα κλείσει 10 ώρες να περιμένω μία απάντηση και η “κυρία” μου έλεγε ότι βιάζομαι. Είχα υπερβολική υπερένταση κι έπιασα το κινητό μου. Έβαλα το ένα ακουστικό , μη γίνει κανένα θαύμα και με φωνάξουν κι ασυναίσθητα άνοιξα τις σημειώσεις και ξεκίνησα να γράφω.
Έγραψα λοιπόν όσα ήθελε η ψυχή μου να βγάλει από μέσα της και σταμάτησα να μετράω τα λεπτά και τις ώρες ενώ περίμενα μία ξεκάθαρη απάντηση για ποιο λόγο έφτυνα αίμα. Πέρασαν ακόμα δύο ώρες και μου ήρθε ένα μήνυμα στο κινητό μου για άυλη συνταγή. Ξέραν τι είχα και δε χρειαζόμουν νοσηλεία μόνο αντιβίωση. Ήρθε η γιατρός και μου έδωσε κι έντυπα τη συνταγή ενώ μου είπε ότι πρέπει να κόψω το τσιγάρο και να χάσω κιλά. Χαμογέλασα.
-Τα γνωρίζω αυτά αλλά γιατί έγινε αυτό; Γιατί έφτυνα αίμα;
-Όλα καλά κυρία Παναγοπούλου θα πάρετε την αντιβίωση, θα κόψετε το τσιγάρο θα κάνετε και λίγη δίαιτα και όλα εντάξει.
– Σε άκουσα κοπέλα μου και την πρώτη φορά που μου το είπες για ποιο λόγο έφτυνα αίμα;
-Όλα είναι εντάξει τώρα απλά ακολουθήστε τις οδηγίες μου, ναι;
– Πες μου σε παρακαλώ, γαμώ τον όρκο που έδωσες στον Ιπποκράτη για ποιο λόγο έφτυσα αίμα; Είμαι 12 ώρες μέσα στο νοσοκομείο περιμένοντας να μάθω γιατί συνέβη αυτό. Μου αξίζει μία ολοκληρωμένη απάντηση. Είπα ενώ σηκωνόμουν πάνω από την καρέκλα και μάλλον το μάτι μου γυάλιζε πολύ γιατί η γιατρός έκανε ένα βήμα πίσω.
-Περάσατε βρογχίτιδα κυρία Παναγοπούλου. Ο βήχας σε συνδυασμό με το χρόνιο αλλεργικό άσθμα σας, τα παραπανίσια κιλά σας και το γεγονός ότι είστε καπνιστής είχαν σαν αποτέλεσμα να σπάσουν κάποια μικρά αγγεία στα πνευμόνια σας και να καταλήξουμε στην αιμόπτυση. Όλα είναι καλά, απλά για τις επόμενες πέντε ήμερες που θα παίρνετε την αντιβίωση μην καπνίσετε κανονικά. Αν έχετε τόση ανάγκη ένα τσιγάρο, κάντε χωρίς να κατεβαίνει ο καπνός κάτω. Καλημέρα σας.” Είπε κι έφυγε σχεδόν τρέχοντας.
Ξεκίνησα να περπατάω προς την εξωτερική πύλη του νοσοκομείου, προς την πιάτσα των ταξί που περίμεναν καρτερικά. Η ώρα ήταν 9 το πρωί και το μόνο που ήθελα ήταν να πάω στο σπίτι μου, να κάνω μπάνιο και να κοιμηθώ. Χτύπησε το κινητό μου. Είδα το όνομα της εργοδότριάς μου και κατσούφιασα.
-Η ώρα είναι 9:01 και δεν είσαι ακόμα στο μαγαζί.
– Καλημέρα και σε εσάς Κυρία Φ. Μόλις τώρα μπήκα στο ταξί, πέρασα όλο το βράδυ στο νοσοκομείο.
-Αν δεν είσαι σε 10′ λεπτά στο κατάστημα απολύεσαι.
-Κανένα πρόβλημα κυρία Φ. Απολύστε με! Είμαι άυπνη, με πυρετό, βήχω και φτύνω αίμα. Λυπάμαι αλλά δε με νοιάζει ιδιαίτερα αυτή τη στιγμή το να έρθω να μετράω τεμάχια από λαμπάκια και μαξιλαροθήκες. Περιμένω τον μισθό μου κι ευχαριστώ πολύ για τη συνεργασία. Με μία ανάσα τα είπα όλα μη χάσω το κουράγιο μου, αρχίζοντας τις συγνώμες και το έκλεισ,α ενώ αυτή κάτι ξεκινούσε να ουρλιάζει πάλι. Έκλεισα τελείως το κινητό μου και μπήκα στο ταξί. Έδωσα τη διεύθυνσή μου και ξάπλωσα στο κάθισμα. Ο οδηγός με κοίταζε καλά καλά γιατί δεν έβγαλα τη μάσκα μου στιγμή.
Τον έπιασα πολλές φορές να με κοιτάει μέσα από τον καθρέφτη και να χαμογελάει προς το μέρος μου. Δεν έδωσα σημασία. Σκεφτόμουν το κρεβάτι μου και το Μορφέα που με λησμόνησε τελείως από την αγωνία για την υγεία μου.
Φτάσαμε στο σπίτι μου και δεν μπόρεσα να μη χαμογελάσω στη θέα της μικρής μου αυλής με τον βασιλικό και τον δυόσμο πάνω στο τραπέζι μου να με φωνάζουν να πάω κοντά. Πλήρωσα και έκανα να κατέβω αλλά ο ταξιτζής με σταμάτησε.
-Κοπελιά, αυτό είναι το προσωπικό μου κινητό. Θα ήθελα πολύ να βγούμε κάποια στιγμή αυτά τα μάτια σου, θα με στοιχειώνουν όλη μέρα σήμερα. Με λένε Δανιήλ, για τους φίλους Ντάνιελ. Πάρε με τηλέφωνο να βγούμε. Είπε προσφέροντάς μου μία κάρτα που δεν έπιασα καν, του ευχήθηκα καλή συνέχεια και βγήκα από το ταξί.
Κατέβηκα τα 4 σκαλοπάτια, περπάτησα την αυλή μου, πέρασα το χέρι μου πάνω από τα όμορφα γλαστράκια μου, μου χάρισαν το άρωμά τους κι έβαλα τα κλειδιά στη πόρτα. Ξεκλείδωσα, μπήκα μέσα και κλείδωσα. Επιτέλους ήμουν σπίτι μου με ένα τεράστιο μάθημα ότι δεν είχα ανάγκη κανέναν γιατί είχα εμένα. Μου χαμογέλασα. Είδα ότι είμαι δυνατή και θαρραλέα γιατί δεν είχα άλλη επιλογή κι εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι όλοι κρύβουμε έναν πολεμιστή μέσα μας που θα βγει έξω όταν χρειάζεται. Επίσης, ήμουν άνεργη αλλά αυτό θα το έφτιαχνα σε μία εβδομάδα. Τότε θα ξεκινούσε να με ενδιαφέρει.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου
